Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΆ ΑΠΛΉ ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΏΤΗΜΑ “ΓΙΑΤΊ ΥΠΆΡΧΟΥΜΕ; ΓΙΑΤΊ ΥΠΆΡΧΕΙ ΖΩΉ;

Πόσες φορές έχετε αναρωτηθεί για ποιο λόγο υπάρχετε; Ποιο είναι το νόημα και ο σκοπός της ζωής; Είναι όμως παρηγορητικό ότι μπορούμε να παρακάμψουμε το μεταφυσικό γιατί, απαντώντας στο πώς.
earth
Πόσες φορές έχετε αναρωτηθεί για ποιο λόγο υπάρχετε; Ποιο είναι το νόημα και ο σκοπός της ζωής; Ο πλανήτης Γη γιατί να υπάρχει; Τα αστέρια και το σύμπαν; Να υπάρχει άραγε κάτι πιο υπερβατικό απ’ όσα μας γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων και των επιστημονικών οργάνων; Κανείς δε γνωρίζει. Συχνά, μάλιστα, έχω την αίσθηση, ότι όσοι με περισσή αυτοπεποίθηση κηρύσσουν την ‘αλήθεια’, μέσα τους εξακολουθούν να θρέφουν μια ανομολόγητη αμφιβολία.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, όπου η αβεβαιότητα μοιάζει να είναι η μόνη βεβαιότητα και τα μεταφυσικά ερωτήματα παραμένουν αιώνια αναπάντητα, η συνειδητοποίηση κάποιων απλών απαντήσεων σε πιο προσεγγίσιμα, θετικά ερωτήματα ίσως είναι μια παρηγοριά. Είναι παρηγορητικό ότι μπορούμε να παρακάμψουμε το μεταφυσικό γιατί, απαντώντας στο πώς.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, όπου η αβεβαιότητα μοιάζει να είναι η μόνη βεβαιότητα και τα μεταφυσικά ερωτήματα παραμένουν αιώνια αναπάντητα, η συνειδητοποίηση κάποιων απλών απαντήσεων σε πιο προσεγγίσιμα, θετικά ερωτήματα ίσως είναι μια παρηγοριά. Είναι παρηγορητικό ότι μπορούμε να παρακάμψουμε το μεταφυσικό γιατί, απαντώντας στο πώς. Παραδείγματος χάριν, μπορούμε να ανταλλάξουμε το μεταφυσικό ερώτημα: «Γιατί υπάρχει το φαινόμενο της ζωής;» με το θετικό: «Πώς προέκυψε το φαινόμενο της ζωής;».
Ναι, σε αυτά τα ερωτήματα έχουμε απαντήσεις ή, τουλάχιστον, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε λογικές υποθέσεις με επιστημονικά ελέγξιμη βάση. Μια βάση που είναι τοπoθετημένη σε πλαίσιο κατανοητό από την προσωρινή και ταπεινή μας ύπαρξη. Μπορεί, λοιπόν, η επιστήμη να προσφέρει κάποια χρήσιμη και ουσιώδη απάντηση στο ερώτημα «Πώς προέκυψε το φαινόμενο της ζωής;»;
richard-dawkinsΟ εξελικτικός βιολόγος Richard Dawkins, συγγραφέας του βιβλίου ‘Το Εγωιστικό Γονίδιο’
Νομίζω πως ναι. Τη διατυπώνει με άνεση και ευστοχία ένας εξαιρετικός εκλαϊκευτής της δαρβινικής εξέλιξης, ο Βρετάνος βιολόγος Richard Dawkins, στο βιβλίο που τον έκανε διάσημο: το Εγωιστικό Γονίδιο. Καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση του, έβλεπα τα κομμάτια του παζλ να συναρμόζονται ένα-ένα και δε θα ξεχάσω ποτέ το γνωστικό/συγκινησιακό αποτύπωμα που μου άφησε η αφομοίωση του εξής λογικού σχήματος:
  • 4,1 έως 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, και ενώ η αρχέγονη χημική σούπα της Γης ακόμη αναμοχλευόταν, κάποια μόρια εμφανίστηκαν με την εξής απλή, αλλά σημαντική, ιδιότητα: να αυτο-αντιγράφονται. Να αναπαράγονται δηλαδή με βάση το ‘καλούπι’ τους. [Το ένα αποτελούσε ‘καλούπι’ για τη σύνθεση του άλλου.]
  • Η ιδιότητα αυτή οδήγησε τον αρχικό πληθυσμό τους σε εκθετική αύξηση, έως ότου ο ρυθμός επέκτασης περιορίστηκε σημαντικά από τις κρατούσες συνθήκες του περιβάλλοντος.
  • Όσα εξ αυτών έφεραν χημικές/δομικές παραλλαγές ικανές να εξασφαλίζουν ακόμη πιο γρήγορη, αποδοτικότερη αυτο-αντιγραφή, ‘επελέγησαν’ και αναπόφευκτα αύξησαν τον αριθμό τους.
  • Στο πέρασμα του χρόνου, οι εν λόγω αυτο-αντιγραφόμενες δομές έγιναν περιπλοκότερες, επιστρατεύοντας επιπλέον μοριακούς μηχανισμούς, ώστε να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους σε μία ευρύτερη ποικιλία συνθηκών του εξωτερικού περιβάλλοντος.
  • Σε κάποια φάση, τα αυτο-αντιγραφόμενα μόρια προσαρμόστηκαν τόσο, ώστε κατάφεραν να κατευθύνουν με μοναδική φυσικοχημική μαεστρία τη σύνθεση εκλεπτυσμένων δομών/μηχανισμών που τα περιέβαλλαν, τα προστάτευαν, εξασφάλιζαν την παροχή ενέργειας/χημικών συστατικών και προήγαν την αυτο-αντιγραφή τους.
Tree_of_life_by_HaeckelΤο δέντρο της ζωής, απεικόνιση του φυσιοδίφη Ernst Haeckel
Κάπως έτσι καταλήξαμε σε αυτό που ονομάζουμε γενετικό υλικό και κυτταρικό περιβάλλον. Τα κύτταρα, δηλαδή, προέκυψαν από αυτο-αντιγραφόμενες δομές που κωδικοποιούσαν τις οδηγίες σύνθεσης των ‘οχημάτων’ που τις μετέφεραν και εξυπηρετούσαν καλύτερα το μοναδικό σκοπό τους. Να αυτο-αντιγράφονται.
Όλα τα βιολογικά εφευρήματα, που μελετούν και θαυμάζουν οι επιστήμονες, αποτελούν ουσιαστικά οχήματα μεταφοράς των αυτο-αντιγραφόμενων μορίων. Εκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια αργότερα, μετά την πρώτη εμφάνιση των πρόδρομων μορίων των νουκλεϊκών οξέων, η οικονομία της φύσης -δίχως την αναγκαιότητα παρέμβασης καμίας ευφυούς μεταφυσικής οντότητας- εξόπλισε τα βιολογικά όντα με τους πιο αξιοθαύμαστους μηχανισμούς επιβίωσης και αναπαραγωγής. Όποιον κλάδο του δέντρου της ζωής και αν εξετάσουμε θα συναντήσουμε εξαιρετικά προσαρμοσμένους στο περιβάλλον τους οργανισμούς, να εξυπηρετούν τη διηνεκή μεταβίβαση/αναπαραγωγή των αυτο-αντιγραφόμενων μορίων στο διάνυσμα του χρόνου.
Σοκαριστικό; Δε μοιάζει σαν όλοι οι οργανισμοί να είμαστε σκλάβοι αυτών των εγωιστικών μορίων; Από μια σκοπιά, ναι. Απ’ την άλλη, μπορούμε να το σκεφτούμε και ως εξής: μια τόσο απλή ιδιότητα οδήγησε σε έναν απερίγραπτο πλούτο σύνθετης ποικιλομορφίας με μοναδικά και αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά στο σύμπαν – αυτό που ονομάζουμε φαινόμενο της ζωής!
Υ.Γ.: Περιγράφοντας αυτά τα μόρια ως εγωιστικά δεν εννοούμε ότι φέρουν κάποιο εγγενές μεταφυσικό κίνητρο ή επιθυμία. Απλώς, χρησιμοποιούμε μια ανθρωπομορφική μεταφορά για να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνέπειες που επιφέρουν οι φυσικοχημικές τους ιδιότητες.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

"Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου" του Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστουπρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 1906 στο τεύχος 141-142 του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού Παναθήναια. Ο «φακός» του Παπαδιαμάντη εστιάζει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας στη Σκιάθο. Στο προαύλιο του ναϊσκου υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου ζει σαν καλόγηρος ένας πρώην άρχοντας του τόπου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που αναπολεί τις καλές και κακές στιγμές της ζωής του.






Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
    Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
    Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
    Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
    Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
    Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!».  Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
    Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκε προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
    Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κι εμπορεύοντο κι εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
   Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του…
    Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.
    -Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάξη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
   Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί εις τα μέρη αυτά.
   Ήτον παραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλας διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
    Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς, άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας.
   -Τόχασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα- όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνην της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του Εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
    Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
   Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα , τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
   Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,
    ...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...».  Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
    Ο γέρο-Φραγκούλας επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
   Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! ». Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κι εξηκολούθουν να τίκτουν...
   Ανελογίζετο αυτά, κι  έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
    Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».
   Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
  -Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
  -Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
  -Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
  Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλη· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
   -Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
  -Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.
    Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
   Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κι εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
   Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!».
    Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κι εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
   Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κτλ. κτλ.
    Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κι επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
    Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
    Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία», αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
    Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κι εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
    - Πειο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
   Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παπάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι ο Θεός, κι η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι’ ο παπάς αν ήθελε να φάγη κι άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσες.
   Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
   - Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!».
   Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει:
  - Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
  Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το «Κύριε ελέησον» λέγεται τρις και πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
   Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παπάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
   Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
  Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
  - Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
  Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
   - Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
   Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κι εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
   Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
    Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
    - Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της…». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα...
    Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
   -Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
   -Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καημό μου!
   -Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
 Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
   -Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζύ!...
   Είπε και απέθανε!
   Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
   Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί!». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
   Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
    Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:
«Αντιλαβού μου και ρύσαι
 των αιωνίων βασάνων...»

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Αποσυμβολισμός των άθλων του Ηρακλή


«Ο γενναίος πεθαίνει μια φορά, ενώ ο δειλός κάθε μέρα» Ο Ηρακλής, με τη βοήθεια της σωματικής του ρώμης και της βιωματικής γνώσης πετυχαίνει την ψυχική του κάθαρση, λυτρώνοντας έτσι την ψυχή του από όλους...




Μια εξέχουσα μορφή της ελληνικής μυθολογίας, που ξεχωρίζει ιδιαίτερα, όχι μόνο για την τιτάνια φυσική της δύναμη, αλλά και για το ήθος του χαρακτήρα της, ήταν ο Ηρακλής ο Θηβαίος. Η λέξη Ηρακλής, ετυμολογικά, σημαίνει το κλέος της Ήρας, δηλαδή η δόξα της Ήρας, ή δοξασμένη ψυχή. Ο Ζευς (Δίας), σύμφωνα με τη φιλ. Αλτάνη, είναι ο νους του κόσμου, ενώ η Ήρα είναι η ψυχή του. Από τον αναγραμματισμό του ονόματος «Ήρα» προκύπτει το αήρ και κατ” επέκταση η άυλη ουσία που αποτελεί τη δομή της ανθρώπινης ψυχής.

Ο σοφιστής Πρόδικος μάς αναφέρει ότι την περίοδο που ο Ηρακλής βρισκόταν στον Κιθαιρώνα, αφού είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως έφηβος, βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει τελικά στη ζωή του. Το δρόμο της κακίας, τον κοσμικό εκείνο δρόμο με τις ραδιουργίες, τα αξιώματα της εξουσίας, τον παράνομο πλούτο και τις αδικίες, ή το δρόμο της αρετής, ένα δύσκολο ανηφορικό δρόμο γεμάτο περιπέτειες και αγώνες που θα τον οδηγούσαν στην αθανασία;

Ο Ηρακλής επιλέγει το δρόμο της αρετής!

Σε νεαρή ηλικία, ο Ηρακλής ξεσηκώνει τους Θηβαίους και απελευθερώνει τη Θήβα από το βαρύ φόρο, 100 βόδια ετησίως για 20 χρόνια, που πλήρωναν στον Εργίνο βασιλιά του Ορχομενού, όπου τον νίκησε και τον σκότωσε στη συνέχεια. Έπαθλο αυτής της ανταμοιβής του η Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, που πήρε για γυναίκα του. Απ” αυτήν απέκτησε 3 παιδιά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Στο έργο του Ευριπίδη «Ηρακλής μαινόμενος», ο Ηρακλής, τυφλωμένος από τη Λύσσα που έστειλε η Ήρα, διαπράττει με τη μανία της Λύσσας ένα ακούσιο έγκλημα αλλοφροσύνης κατά της οικογένειάς του στη διάρκεια της νύχτας, νομίζοντας για εχθρούς του τη γυναίκα και τα παιδιά του ως παιδιά του Ευρυσθέα.

Όταν συνειδητοποιεί ότι έχει σκοτώσει τα αγαπημένα του πρόσωπα, ζητά χρησμό από το Μαντείο για εξιλέωση, προκειμένου να εξαγνίσει την ψυχή του. Και ο χρησμός του Μαντείου ήταν «ο δυνατότερος θα υπηρετήσει τον αδύνατο». Ο Ηρακλής λοιπόν έπρεπε να υπηρετήσει το βασιλιά του Άργους Ευρυσθέα και να εκτελέσει τις διαταγές του, ή κατά άλλη εκδοχή του Μαντείου «ο δυνατότερος (Ηρακλής) να υπηρετήσει τον αδύνατο» (λαό).

Λίγο ή πολύ, όλοι γνωρίζουμε την επική περιγραφή των 12 γνωστών άθλων του Ηρακλή από τη σχολική Ιστορία και τον κινηματογράφο, αλλά τι ξέρουμε πραγματικά γι” αυτούς; Πόσοι αλήθεια ασχολήθηκαν με το βαθύτερο νόημά τους και πόσοι τελικά προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τους κρυμμένους κώδικες πίσω από τη λογοτεχνική τους δομή; Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω επιγραμματικά, σαν απλός ερευνητής με το προσωπικό μου στίγμα, αυτό που κρύβεται ως βαθύτερη πνευματική αξία πίσω από κάθε άθλο με γνώμονα την ορθολογική σκέψη, σε συνδυασμό με την ιδεαλιστική αντίληψη από τη μελέτη των 12 άθλων.

Στη Νεμέα, ο Ηρακλής σκοτώνει το γιγαντόσωμο λιοντάρι που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, τρώγοντας πολλά ζώα και ανθρώπους και ντύνεται με τη λεοντή του. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, το λιοντάρι αυτό ήταν γόνος της Έχιδνας και του Όρθρου. Το νεκρό του σώμα μεταφέρθηκε από τους Ολυμπίους στον ουρανό και σχημάτισε τον αστερισμό του Λέοντα.

Η θέληση της ψυχής

Η εξόντωση του λιονταριού της Νεμέας συμβολίζει τη νίκη του γενναίου ανθρώπου (Ηρακλή) να νικήσει τα άγρια, ζωώδη ένστικτά του (λιοντάρι) με τη νοηματική του ισχύ (ρόπαλο), που είναι η ακλόνητη ψυχική θέληση. Ο δεύτερος σημαντικός, αλλά και πολύ γνωστός άθλος του ήρωα, είναι η εξόντωση της Λερναίας Ύδρας, ενός τέρατος με εννέα κεφάλια. Ήταν το παιδί της Έχιδνας και του Τυφώνα, κατά τον Ησίοδο, που βρισκόταν στην περιοχή της Λέρνης και σκορπούσε το θάνατο και τη συμφορά στους κατοίκους της γύρω περιοχής. Η Λερναία Ύδρα συμβολίζει το τέρας που ζει μέσα μας, με τις πολυκέφαλες σαρκοβόρες επιθυμίες του εαυτού μας που ξεπροβάλλουν από τα ελαττώματα του «εγώ» (το σώμα της Ύδρας), που έχει ο καθένας μας, και πρέπει να τις αποκεφαλίσει και να τις κάψει με τη «φωτιά» του πνεύματος, σύμβολο καθαρτήριου εξαγνισμού.

Ο επόμενος άθλος του Ηρακλή ήταν να πιάσει το ιερό ελάφι της Άρτεμης και να το φέρει στον Ευρυσθέα ζωντανό. Τα χρυσά κέρατα του ελαφιού συμβολίζουν την ανώτερη γνώση. Το ελάφι γενικά, μπορεί να συμβολίζει τον ατίθασο χαρακτήρα του ανθρώπου, δηλ. τον εγωισμό του που τρέχει ανεξέλεγκτος παντού και στο τέλος πιάνεται από τον Ηρακλή (γενναία ψυχή) και τιθασεύεται. Έτσι, ο άνθρωπος απελευθερώνεται και αξιοποιεί τον εγωισμό του σε αξιοπρέπεια, κατακτώντας την πνευματική αγνότητα.

Ο τέταρτος άθλος του ήρωα είναι ο Ερυμάνθιος Κάπρος, ένα τεράστιο και επιθετικό αγριογούρουνο που έσπερνε τον τρόμο και κατάστρεφε τα σπαρτά των χωρικών στην περιοχή του Ερύμανθου της Αρκαδίας, ενώ με τους χαυλιόδοντές του ξέσκιζε όποιο ζώο έβρισκε μπροστά του. Ο Ερυμάνθιος Κάπρος είναι το σύμβολο των ψευδαισθήσεων του ατομικού συμφέροντος. Ο ακραίος ατομικισμός του ανθρώπου ενσαρκώνεται σε επιθετικό κάπρο, βλάπτοντας το φυσικό περιβάλλον, που είναι τα σπαρτά (φυτά) και τα ζώα και, φυσικά, η ανθρώπινη κοινωνία. Οι χαυλιόδοντες του κάπρου είναι τα παράνομα μέσα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου στόχου. Η σύλληψη του αγριογούρουνου από τον Ηρακλή (ηρωική ψυχή) είναι το σταμάτημα του ακραίου ατομισμού μας και η τιθάσευση του επιφέρει την ανάπτυξη της συλλογικότητας και της ομαδικής συνεργασίας προς όφελος του κοινωνικού συμφέροντος.

Με τον επόμενο, πέμπτο άθλο του, ο Ηρακλής καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, ενός πλούσιου βασιλιά με τα 3.000 βόδια από την κοπριά 30 και πλέον χρόνων, που είχε γίνει ένας τεράστιος σωρός με απαίσια δυσοσμία. Η κόπρος του Αυγεία συμβολίζει τη διαφθορά μιας κοινωνικής ή πολιτικής κατάστασης που για χρόνια πολλά μαστίζει έναν τόπο που δυσοσμεί απαίσια. Είναι η αμαρτωλή περίοδος των Ιχθύων, μια χρονική περίοδος κοινωνικής σκλαβιάς, πνευματικού σκότους, ανθρώπινης εκμετάλλευσης και ισοπέδωσης των κοινωνικών και των ηθικών αξιών. Τα δύο ποτάμια Αλφειός και Πηνειός που χρησιμοποίησε ο Ηρακλής με το νερό τους να καθαρίσει τους στάβλους, συμβολίζουν την καθαρτική ιδιότητα του νερού.

Θα ξεπλύνουν τις πνευματικές και ψυχικές ακαθαρσίες αφυπνίζοντας τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Ο Ηρακλής είναι η δύναμη που θα χρησιμοποιηθεί για να κυλήσει το καθαρτήριο ύδωρ του «Υδροχόου» και θα καθαρίσει την πολυετή κοπριά των στάβλων του Αυγεία. Ο ουράνιος αυτός αστερισμός του Υδροχόου κυριαρχεί ως νέα χρονική περίοδος της Νέας Εποχής και αντλεί τη δύναμή του από το νερό, που κατά τον Θαλή τον Μιλήσιο είναι η δύναμη και η αρχή δημιουργίας των πάντων. Ο μυστικισμός των σκοτεινών δυνάμεων θα γίνει ορατός από τη διαφάνεια της Νέας αυτής Εποχής και τα πάντα θα αποκαλυφτούν. Οι μάσκες και τα προσωπεία θα πέσουν και θα διαχωριστεί η ήρα από το στάρι. Τα ιστορικά ψέματα και οι «κατασκευασμένες» θεωρίες θα καταρρεύσουν! Πολλά «πιστεύω» μας θα μπουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αφού σίγουρα θα αλλάξουν πάρα πολλά.

Οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν τα πουλιά της Στυμφαλίας, ανθρωποφάγα αρπακτικά με χάλκινα ράμφη, νύχια και φτερά, των οποίων η εξόντωσή τους ήταν ο έκτος άθλος του Ηρακλή. Συμβολίζουν τα ποταπά στοιχεία του χαρακτήρα μας (κακία, μικροπρέπεια, εμπάθεια, εγωπάθεια, ζήλια, αχαριστία κ.ά.). Τα κρόταλα που δίνει η Αθηνά στον Ηρακλή, έργο του Ηφαίστου, είναι η σφυρηλατημένη γνώση, που θα πετύχουμε το στόχο μας με το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή και συμβολίζουν την ψυχική δύναμη, που θα εξοντώσουμε όλα τα ιπτάμενα ψυχικά τέρατα που μας κατατρώνε την ψυχή.

Ο έβδομος άθλος ήταν η σύλληψη του άγριου ταύρου της Κρήτης. Ο ταύρος συμβολίζει τις ασυγκράτητες ανθρώπινες ορμές. Η τιθάσευση του ταύρου είναι η τιθάσευση και ο έλεγχος των ορμών μας, κυρίως των σεξουαλικών ορμών με την ψυχική ρώμη της εγκράτειας, το «μέτρο του άριστου». Σημειωτέον ότι τόσο η καταπίεση των ορμών όσο και το ασυγκράτητο πάθος σε μορφή ακολασίας έχουν δυσάρεστες συνέπειες.

Δαμάζοντας τον υπέρμετρο ενθουσιασμό

Η αρπαγή των αγρίων αλόγων του Διομήδη ήταν ο όγδοος άθλος του ήρωα Ηρακλή. Τα άλογα γενικά συμβολίζουν τον ανθρώπινο νου. Οι νεαρές φοράδες δείχνουν τη θηλυκή όψη του νου γιατί γεννούν ιδέες ή νοηματικές συλλήψεις θετικές ή αρνητικές. Συμβολίζουν την τάση του ανθρώπου να υιοθετεί σκέψεις που φέρνουν καταστροφή, όταν προέρχονται από τον αχαλιναγώγητο κατώτερο νου που είναι το μαύρο άλογο και δημιουργούν, όταν προέρχονται από τον ανώτερο νου (άσπρο άλογο). Τα άλογα του Διομήδη συμβολίζουν ότι, όταν υπάρχει υπέρμετρος ενθουσιασμός και ορμητικότητα από τυχόν επιτυχίες της ζωής μας, τότε γεννιέται μια εγωκεντρική ασυγκράτητη αυτοπεποίθηση που εμείς οι ίδιοι πρέπει να τη δαμάσουμε με τη σύνεση της προσωπικότητας μας.

Ο Ευρυσθέας ζητά από τον Ηρακλή να του φέρει την ζώνη της Ιππολύτης, που είναι κόρη του Θεού Άρη και βασίλισσα των Αμαζόνων. Ο Ηρακλής με τη βοήθεια των συντρόφων του νικά τις έφιππες Αμαζόνες της Ιππολύτης, που ήταν υπερδύναμη της εποχής, με μιλιταριστική οργάνωση και δομή εξουσίας. Η ζώνη της Ιππολύτης ήταν το σύμβολο της ισχύος του βασιλείου των Αμαζόνων. Η κατάλυση του Κράτους των Αμαζόνων συμβολίζει την κατάργηση της Μητριαρχίας, όχι μόνο στις Αμαζόνες, αλλά και σε άλλους λαούς. Η ζώνη της Ιππολύτης, σύμβολο μητριαρχικής εξουσίας, είναι το γκρέμισμα της αυταρχικής γυναικοκρατίας.

Τα βόδια του Γηρυόνη ζητά ο Ευρυσθέας από τον Ηρακλή να του φέρει, που τα φύλαγε ο Όρθρος, ένα φοβερό σκυλί-τέρας. Ο Γηρυόνης, ένας γίγαντας με τρία κορμιά και τρία κεφάλια, ζούσε σ” ένα νησί στη δυτική ακτή του Ωκεανού. Τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη συμβολίζουν τις κρυμμένες υλικές επιθυμίες μας που θέλουμε πάση θυσία να πραγματοποιήσουμε και να κατακτήσουμε, αδιαφορώντας για τις ανάγκες του πνεύματος και της ψυχής μας. Είναι ο πρώην αστερισμός των Ιχθύων. Μια νεφελώδης περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας με λιγοστές αναλαμπές φωτός και με τεχνολογικά επιτεύγματα που υπηρέτησαν τις σκοτεινές δυνάμεις του κακού με κατακτητικούς πολέμους, υποδουλώσεις λαών και ανθρώπων, καταστροφές πολιτισμών και καταστροφές στο περιβάλλον του πλανήτη μας με παγκόσμιους πολέμους που στόχευαν στην κατάκτηση της ύλης και των αγαθών της.

Η αρπαγή των μήλων των Εσπερίδων ήταν ο ενδέκατος άθλος του Ηρακλή. Οι Εσπερίδες ήταν νύμφες που έμεναν στον κήπο των Θεών για να φυλάνε τα χρυσά μήλα μαζί με τον Δράκοντα και βρίσκονταν στο μέρος Ερύθεια, όπου τα είχε χαρίσει η Γαία στους γάμους του Δία και της Ήρας. Τα μήλα γενικά συμβολίζουν τη γνώση. Τα χρυσά μήλα είναι η ανώτερη γνώση της σοφίας, η Αλήθεια που ολοκληρώνει τον άνθρωπο. Πολλοί λίγοι όμως μπορούν να την πάρουν και είναι αυτοί που έχουν ηρωική ψυχή (Ηρακλής), αποκοιμίζοντας το δράκοντα χωρίς να τον σκοτώνουν. Η γνώση αυτή των «παγχρύσεων μήλων» μεταβιβάζει τις θείες ιδιότητες της στον ηρωικό άνθρωπο (φιλ. Αλτάνη).

 
Ο δράκων/όφις και οι νύμφες είναι οι άγρυπνοι φύλακες της γνώσης που δεν επιτρέπουν στους κακόβουλους θηρευτές να την αρπάξουν και να τη χρησιμοποιήσουν εις βάρος της ανθρωπότητας. Το πυρ που έδωσε ο Προμηθέας σε κάποιους ανθρώπους με κρόνιες αντιλήψεις δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά η απαγορευμένη γνώση. Υψηλή τεχνολογία και υπερόπλα που χρησιμοποίησαν εις βάρος άλλων ανθρώπων σε παλαιότερες εποχές με βιβλικές καταστροφές, αλλά που τα χρησιμοποιούν και σήμερα κακόβουλοι απόγονοί τους. Γι’ αυτό τον λόγο ο Προμηθέας τιμωρήθηκε σκληρά από τον Δία.

Ο κέρβερος και η κάθαρση

Δεν αλλάζει ο κόσμος, αν δεν αλλάξουμε εμείς

Ο δωδέκατος άθλος του Ηρακλή ήταν ο φοβερός Κέρβερος του Άδη, ένας τρικέφαλος σκύλος που φύλαγε τις Πύλες του Κάτω Κόσμου. Ο Κέρβερος είναι το τερατόμορφο θεριό που έχουμε μέσα μας, κρατά φυλακισμένη την ψυχή μας στο σκοτάδι (Άδης) και δεν της επιτρέπει να απελευθερωθεί. Ο Ηρακλής, η ένδοξη και γενναία ψυχή, αιχμαλωτίζει τον Κέρβερο με τη βοήθεια της Αθηνάς, δηλ. με τη σοφία της γνώσης, και έτσι όταν ο Κέρβερος βγαίνει έξω από τον Άδη, πεθαίνει. Το κατέβασμα του Ηρακλή στον κάτω κόσμο συμβολίζει τη μύηση του ήρωα. Γίνεται λοιπόν μύστης των ιερών μυστηρίων, εφόσον έχει περάσει όλες τις δοκιμασίες για να βρεθεί στην πνευματική Ακρόπολη της ιερής γνώσης με το «Γνώθι σ’ αυτόν».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το δελφικό αυτό γνωμικό, ο άνθρωπος από την άγνοια περνάει στην ηθική γνώση, επιτυγχάνοντας την πνευματική εξέλιξή του και την ψυχική του κάθαρση, που τον οδηγούν στη λύτρωσή και τελικά στη θέωσή του. Είναι η κορυφαία επανάσταση που μπορούμε να πετύχουμε σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε με τη μεγαλειώδη νίκη επί του εαυτού μας: η επανάσταση της συνείδησής μας! Αλλάζοντας εμείς οι ίδιοι τον (κακό) εαυτό μας, θα αλλάξουν έστω και σταδιακά οι γύρω μας. Μεγάλο λάθος και εσφαλμένη προσπάθεια, όταν προσπαθούμε να κάνουμε το αντίθετο! Δεν αλλάζει ο κόσμος μας, εάν εμείς οι ίδιοι δεν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας.

Ο Ηρακλής, με τη βοήθεια της σωματικής του ρώμης και της βιωματικής γνώσης που αποκτά από τα ταξίδια-εντολές, πετυχαίνει την ψυχική του κάθαρση, λυτρώνοντας έτσι την ψυχή του από όλους εκείνους τους πειρασμούς και τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο μέσα στο σπήλαιο του μύθου του Πλάτωνα. Δικαίως λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι είναι το τέλειο σύμβολο του ανθρώπινου προτύπου και όχι εκείνων των ευτελών προτύπων που προβάλλονται εδώ και κάποια χρόνια από κανάλια της TV. Μπορεί να μην κατορθώσουμε να πετύχουμε τη σωματική του υπεροχή, αλλά σίγουρα μπορούμε, αν θέλουμε, να επιτύχουμε κάτι από την πνευματική και ψυχική του ευρωστία. Σε αυτούς τους πολύ δύσκολους καιρούς που ζούμε, που όλα στην Ελλάδα πωλούνται και αγοράζονται, ας ασχοληθούμε επιτέλους σοβαρά όχι με τα ΔΑΝΕΙΚΑ, αλλά με τα ΙΔΑΝΙΚΑ της φυλής μας, εάν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος!

Υπ’ όψιν ότι «ο γενναίος πεθαίνει μια φορά, ενώ ο δειλός κάθε μέρα»

Οι γκραβούρες είναι του Sebald Beham


Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Μια προσωπικη ιστορια.

Tην περίοδο 1993-1995 είχα πάρει από τον ΟΤΕ ένα μεγάλο έργο που σχεδόν με κατέστρεψε, τόσο λόγω αλλαγών των συνθηκών του έργου, όσο και από το γεγονός ότι έμπλεξα με ένα απατεώνα συνεταίρο (τον οποίο έκλεισα στη φυλακή αργότερα).
Η αγωνία μου κάθε μέρα ήταν κατά πόσο θα μπορούσα να καλύψω κάθε μια από τις 790 επιταγές που είχα εκδώσει και πώς θα πλήρωνα το προσωπικό μου τις Παρασκευές. Δανείστηκα από τοκογλύφους με 6% κάθε μήνα, από Τράπεζες με 37% επιτόκιο και προσπαθούσα να εισπράξω τους λογαριασμούς από τον ΟΤΕ για να καλύψω τα χρέη του έργου.
Όλο αυτό μου στοίχισε στην υγεία μου και αν και το έργο με άφησε στα 34 μου με 95 εκατομμύρια χρέη στο τέλος (πάνω από 1,5 εκατομμύρια σημερινά ευρώ), κατάφερα να βγω πέρα σχεδόν αλώβητος και να πληρώσω μέχρι τελευταίας δεκάρας τις οφειλές μου προς ιδιώτες και Δημόσιο.
"Σιγά τα αυγά", θα μου πείτε, "πολλοί έχουν βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση" (αν και αμφιβάλλω αν στα 34 τους μπορούν να επωμιστούν τέτοια καταστροφή).
Αυτό που έμαθα όμως, ήταν ότι κάθε πράγμα γίνεται στο χρόνο του και ποτέ όταν θέλουμε και αγωνιούμε να γίνει, εμείς. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σιωπούμε, να δουλεύουμε και να περιμένουμε. Ο καθοριστικός παράγων δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά ο χρόνος που θα επιτευχθεί. Το να πιέζει κανείς για αυτό που λαχταράει, δεν θα αλλάξει το παραμικρό.
Τα λέω όλα αυτά, όχι μόνο για εσάς, αλλά για να τα ακούσω κι εγώ, που τώρα τελευταία το ξέχασα λιγάκι αυτό, αν και θα έπρεπε να είναι σταθερός οδηγός των ενεργειών μου, τόσο στις επαγγελματικές, όσο και στις διαπροσωπικές μου σχέσεις.
Δεν έπρεπε να ξεχνάω ότι για να το μάθω αυτό το μυστικό, πλήρωσα τόσα δίδακτρα όσα για 12 πτυχία από το Harvard και χάλασα την υγεία μου στην πορεία, σε μια ηλικία που οι περισσότεροι αγωνιούν αν θα βρούν καλό δωμάτιο στη Μύκονο.
Άλλωστε, αν θέλεις να ταξιδέψεις σε βαθιές θάλασσες, είναι φυσικό να προετοιμάζεσαι και για τις φουρτούνες τους, αλλιώς πας και γίνεσαι Δημόσιος Υπάλληλος.
Υπομονή, λοιπόν και όλα θα γίνουν όπως πρέπει.... May the Force be with you....
Καλό Καλοκαίρι, φίλοι μου και καλές διακοπές.
Over & Out !!

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ο Τεκτονισμος κινδυνευει μονο απο τους ανθρωπους του

Κάποτε πριν πολλά χρόνια, κατάφορτος διλήμματα και ανησυχίες, που ξεπερνούσαν την τρέχουσα πραγματικότητα, στάθηκα αποφασισμένος μπροστά στην θύρα του Μυστηριώδους Πνευματικού Ναού των Τεκτόνων και την έκρουσα ως ελεύθερος και χρηστοήθης. Άνοιξε. Με δέχτηκαν. Εντάχθηκα αμέσως στην κοινή προσπάθεια λάξευσης της Αρετής και αναζήτησης της Αλήθειας. Δεν μετάνιωσα ποτέ. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα συστήματα, πολιτικά, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, ο τεκτονισμός είναι βιωματικός, είναι φιλελεύθερος, αντιδογματικός, πανανθρώπινος, βαθιά ανθρωπιστικός. Παράγει αδιαλείπτως Πολιτισμό! Αμφισβητεί, χάριν της αλήθειας, μέχρι την ίδια του την υπόσταση. Γι αυτό τον λατρεύω και τον υπολήπτομαι. Κωφεύω στις κακοήθεις μυθοπλασίες του όχλου και των διάφορων «μουλάδων» που θεωρo;ύν τους μασόνους, ένα κλάμπ ισχυρών και σκοτεινών τύπων που με την συνδρομή των …Εβραίων διευθύνει τις τύχες του Κόσμου! Είναι δε …σατανιστικός και …αντίχριστος! Αυτά, φυσικά, δεν ακούγονται για πρώτη φορά και προσωπικώς πιστεύω ότι εάν πάψουν να ακούγονται τότε πράγματι κάτι δεν θα πηγαίνει καλά στην αδελφότητα! Θα έχει πάψει να ενοχλεί τους βέβηλους!..
Δυστυχώς ο Τεκτονισμός κινδυνεύει σοβαρά μόνο από τους ανθρώπους του! Πολυδιασπασμένος, ποικιλώνυμος, απαξιωμένος, όπως κάθε τι θεσμικό στην Ελλάδα δεν λέει να ηρεμήσει από τις φιλοδοξίες και τις μηχανορραφίες των αφιλοσόφητων και ηθικά ανερμάτιστων ηγετίσκων του που διαρκώς τον αναταράσσουν και τον διαιρούν!
Σύμπτωμα κάθε φορά της ανήκεστης βλάβης του, είναι οι διώξεις διάφορων ενοχλητικών κατ’ εφαρμογήν πλήθους πειθαρχικών διατάξεων που κατατείνουν εν τέλει στην δίωξη των διαφορετικών Ιδεών – πράγμα απαράδεκτο για την πατροπαράδοτη τεκτονική πρακτική. Γιατί εκτός των άλλων οι διώξεις είναι κάθε φορά επιλεκτικές. Π.χ. Εάν κάποιος στον δρόμο δει αυτοπροσώπως την διάπραξη μιας κλοπής και φωνάξει «κλέφτης! κλέφτης!» θα κατηγορηθεί για ...διατάραξη της κοινής ησυχίας, για …δημόσια συκοφάντηση του «κλέφτη» ενώ ο κλέφτης δεν θα ενοχληθεί από κανέναν! Ούτε γάτος, ούτε ζημιά! Δυστυχώς!
Παιδιά δεν πάει έτσι! Δεν πάμε πουθενά έτσι! Έχει συσσωρευθεί τόση αδικία, τόσο καραγκιοζιλίκι και τόση υποκρισία στη σοφίτα που αλλοίμονο αν εκραγεί!
Δεν έχω κακή πρόθεση για κανέναν ειδικά. Άλλωστε δεν ενδιαφέρομαι ούτε για αξιώματα, ούτε για άλλες ματαιοδοξίες. Με νοιάζει μόνο η ψυχή μου και η ισορροπία μου. Αλλά και οι ψυχούλες των αδελφών μου, ένθεν κακείθεν, που γυρεύουν πνευματικό καταφύγιο κοντά μας, καταμεσής της καταιγίδας. Σε καμία περίπτωση όμως ως «ήμερο» δεν θα παραμερίσω να περάσει το «άγριο»! Δεν θα συναινέσω στην εκβαρβάρωση που επιχειρείται. Φτάνει πια!....
Σωτηρης Καζακης

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΤΑ ΒΕΛΗ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ ΚΑΙ Ο 2ος Θ.Ν.

Το 1856 ο γερμανός φυσικός Hermann von Helmholtz έκανε ίσως την πιο μελαγχολική πρόβλεψη στην ιστορία της επιστήμης. Το σύμπαν, ισχυρίστηκε ο Helmholtz, πεθαίνει. Η βάση αυτής της ζοφερής δήλωσης ήταν ο λεγόμενος δεύτερος Νόμος της θερμοδυναμικής. Ο εν λόγω νόμος διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα ως μια πρόταση σχετικά με την απόδοση των θερμικών μηχανών. Σύντομα, όμως, αναγνωρίστηκε η σημασία του για ολόκληρο το σύμπαν και οι όντως κοσμικές συνέπειες του.
BrokenGlass2
Στην απλούστερη εκδοχή του, ο δεύτερος Νόμος ορίζει ότι η θερμότητα ρέει πάντα αυθόρμητα από τα θερμά στα ψυχρά σώματα και ποτέ από τα ψυχρά στα θερμά χωρίς να δαπανήσουμε ενέργεια. Φυσικά, αυτή είναι μια γνωστή και προφανής ιδιότητα των φυσικών συστημάτων.
Η ροή της θερμότητας, όμως, έχει μόνο μία κατεύθυνση, και επομένως η παραπάνω διαδικασία παρουσιάζει ασυμμετρία στο χρόνο. Μια ταινία που θα έδειχνε θερμότητα να ρέει αυθόρμητα από ένα ψυχρό σ’ ένα θερμό σώμα θα φαινόταν το ίδιο παράξενο με ένα ποτάμι που ρέει προς την κορυφή ενός λόφου ή με σταγόνες βροχής που ανεβαίνουν προς τα σύννεφα. Μπορούμε, επομένως, να αναγνωρίσουμε μια θεμελιώδη κατεύθυνση στη ροή της θερμότητας, η οποία συχνά αναπαριστάται με ένα βέλος που δείχνει από το παρελθόν στο μέλλον. Αυτό το «βέλος του χρόνου» δείχνει τη μη αντιστρεπτή φύση των θερμοδυναμικών διεργασιών, και η ύπαρξη του έχει γοητεύσει τους φυσικούς τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.
Ακολούθως το έργο του Helmholtz, του Rudolf Clausius, και του λόρδου Kelvin οδήγησε στην αναγνώριση της σημασίας μιας ποσότητας που ονομάζεται εντροπία (το μέτρο της αταξίας) και χαρακτηρίζει τις μη αντιστρεπτές μεταβολές στη θερμοδυναμική. Στην απλή περίπτωση ενός θερμού σώματος που βρίσκεται σε επαφή με ένα ψυχρό σώμα, η εντροπία ορίζεται ως η θερμική ενέργεια διηρημένη με τη θερμοκρασία.

S =< DQ/DT

(Η ισότητα ισχύει στις λεγόμενες αντιστρεπτές μεταβολές. Δηλαδή σε εκείνες που αν κάνουμε τους αντίθετους ακριβώς χειρισμούς από αυτούς που κάναμε κατά τη διάρκεια της μεταβολής, τόσο το σύστημά μας όσο και το περιβάλλον του οδηγούνται ξανά στις αρχικές τους καταστάσεις. Οι αντιστρεπτές μεταβολές είναι εξιδανικευμένες μεταβολές. Στις πραγματικές μεταβολές ισχύει η ανισότητα)
Ας θεωρήσουμε μια μικρή ποσότητα θερμότητας που ρέει από το θερμό στο ψυχρό σώμα. Το θερμό σώμα θα χάσει κάποια εντροπία, ενώ το ψυχρό θα κερδίσει. H εντροπία, όμως, την οποία θα κερδίσει το ψυχρό σώμα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα χάσει το θερμό, διότι, ενώ η ποσότητα της θερμικής ενέργειας που ανταλλάσσεται είναι η ίδια, οι θερμοκρασίες τους διαφέρουν. Άρα, η συνολική εντροπία ολόκληρου του συστήματος —ψυχρό και θερμό σώμα μαζί— τελικά αυξάνεται. Μια διατύπωση, συνεπώς, του Δεύτερου Νόμου της θερμοδυναμικής είναι ότι η εντροπία ενός τέτοιου συστήματος δεν μειώνεται ποτέ, αφού μείωση της εντροπίας θα σήμαινε ότι κάποιο ποσό θερμότητας είχε μεταφερθεί αυθόρμητα από το ψυχρό στο θερμό σώμα.
Πληρέστερη ανάλυση του Δεύτερου Νόμου επιτρέπει τη γενίκευση του σε όλα τα κλειστά συστήματα: η εντροπία δεν ελαττώνεται ποτέ. Αν το σύστημα περιλαμβάνει ένα ψυγείο, το οποίο μπορεί να μεταφέρει θερμότητα από μια ψυχρή περιοχή (θάλαμος) σε μια θερμή (περιβάλλον), τότε στον υπολογισμό της συνολικής εντροπίας του συστήματος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την ενέργεια που καταναλώνεται για τη λειτουργία του ψυγείου. Αυτή η κατανάλωση ενέργειας αυξάνει την εντροπία, και αποδεικνύεται ότι πάντοτε η αύξηση που προκαλείται από τη λειτουργία του ψυγείου είναι μεγαλύτερη από τη μείωση που προκύπτει από τη μεταφορά θερμότητας από την ψυχρή στη θερμή περιοχή.
Στα φυσικά συστήματα, επίσης, όπως εκείνα που περιλαμβάνουν βιολογικούς οργανισμούς ή σχηματισμό κρυστάλλων, η εντροπία ενός μέρους τους συχνά μειώνεται. Πάντοτε, όμως, αυτή η μείωση συνοδεύεται από αντισταθμιστική αύξηση της εντροπίας ενός άλλου μέρους του συστήματος. Συνολικά, επομένως, η εντροπία ουδέποτε ελαττώνεται.
Αν θεωρήσουμε ολόκληρο το σύμπαν ως ένα κλειστό σύστημα, με βάση το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτε «έξω» από αυτό, τότε ο δεύτερος Νόμος της θερμοδυναμικής προβλέπει κάτι πολύ σημαντικό: η συνολική εντροπία του σύμπαντος ουδέποτε μειώνεται. Αντίθετα, αυξάνεται αδυσώπητα. Ένα καλό παράδειγμα μιας άλλης διαδικασίας προς τη μία κατεύθυνση βρίσκουμε στον Ήλιο, ο οποίος εκπέμπει συνεχώς θερμότητα στα ψυχρά βάθη του Διαστήματος. Αυτή η θερμότητα διαχέεται στο σύμπαν χωρίς ποτέ να επιστρέφει. Πρόκειται για μια ολοφάνερα μη αντιστρεπτή διαδικασία.
Προκύπτει, όμως, ένα εύλογο ερώτημα: μπορεί η εντροπία του σύμπαντος να αυξάνεται για πάντα; Ας θεωρήσουμε ένα θερμό και ένα ψυχρό σώμα που έρχονται σε επαφή στο εσωτερικό ενός θερμικά μονωμένου δοχείου. Θερμική ενέργεια ρέει από το θερμό στο ψυχρό σώμα, και η εντροπία αυξάνεται. Έτσι, όμως, το ψυχρό σώμα θερμαίνεται ενώ το θερμό ψύχεται, ώστε τελικά αποκτούν και τα δύο την ίδια θερμοκρασία. Όταν επιτυγχάνεται αυτή η κατάσταση, παύει κάθε μεταφορά θερμότητας. Το σύστημα μέσα στο δοχείο έχει ομοιόμορφη θερμοκρασία — βρίσκεται σε μια σταθερή κατάσταση μέγιστης εντροπίας, η οποία είναι γνωστή ως κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας. Περαιτέρω αλλαγή δεν αναμένεται, εφόσον το σύστημα παραμένει απομονωμένο. Εάν όμως τα σώματα διαταραχθούν με κάποιον τρόπο, λόγου χάρη με την εισαγωγή θερμότητας στο δοχείο, τότε εμφανίζεται εκ νέου θερμική δραστηριότητα και η εντροπία αυξάνεται σε υψηλότερη μέγιστη τιμή.
Ποιες πληροφορίες μας δίνουν αυτές οι βασικές ιδέες της θερμοδυναμικής για τις αστρονομικές και κοσμολογικές μεταβολές; Στην περίπτωση του ήλιου και των περισσότερων άστρων, η εκροή θερμότητας μπορεί να συνεχιστεί για πολλά δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά σίγουρα δεν είναι ανεξάντλητη. Σ’ ένα κανονικό άστρο η θερμότητα παράγεται από πυρηνικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό του. Κάποτε ο ήλιος μας θα εξαντλήσει τα καύσιμα του και θα αρχίσει να ψύχεται ώσπου να αποκτήσει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος χώρου.
Αν και ο Hermann von Helmholtz δεν γνώριζε τίποτε για τις πυρηνικές αντιδράσεις (η πηγή της τεράστιας ηλιακής ενέργειας αποτελούσε μυστήριο εκείνη την εποχή) κατανόησε τη γενική αρχή ότι όλες οι φυσικές δραστηριότητες στο σύμπαν τείνουν προς μια τελική κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας, ή μέγιστης εντροπίας, ύστερα από την οποία τίποτε το αξιόλογο δεν πρόκειται να συμβεί σε όλους τους επόμενους αιώνες. Αυτή η μονόδρομη διολίσθηση του σύμπαντος προς την ισορροπία ονομάστηκε από τους πρώτους επιστήμονες της θερμοδυναμικής «θερμικός θάνατος» του σύμπαντος. Φυσικά, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι απομονωμένα συστήματα είναι δυνατόν να αναζωογονηθούν από εξωτερικές διαταραχές. Για το σύμπαν, όμως, εξ ορισμού δεν υπάρχει τίποτε «εξωτερικό», και επομένως τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει έναν καθολικό θερμικό θάνατο.
Η ανακάλυψη ότι ο θάνατος του σύμπαντος αποτελεί αμείλικτη συνέπεια των νόμων της θερμοδυναμικής είχε βαθιά καταθλιπτική επίδραση σε πολλές γενιές επιστημόνων και φιλοσόφων, όπως τον Bertrand Russell κλπ.
Το βέλος του χρόνου
Στις φυσικές επιστήμες, το βέλος του χρόνου είναι ένας όρος που πλάστηκε το 1927 από το βρετανό αστρονόμο Arthur Eddington, που τον χρησιμοποίησε για να διακρίνει μια κατεύθυνση του χρόνου σε έναν τετραδιάστατο σχετικιστικό χάρτη του σύμπαντος. Σύμφωνα δε με τον Eddington, το βέλος του χρόνου μπορεί να οριστεί μελετώντας την οργάνωση των ατόμων, των μορίων, και των οργανισμών.
Οι φυσικές διαδικασίες σε μικροσκοπικό επίπεδο θεωρούνται είτε εντελώς είτε συνήθως συμμετρικές ως προς τον χρόνο, που σημαίνει ότι οι θεωρητικές δηλώσεις που τα περιγράφουν παραμένουν αληθινές ακόμα κι αν η κατεύθυνση του χρόνου αντιστρέφεται.
Θα μπορούσε ασφαλώς να αναρωτηθεί κανείς, γιατί είναι τόσο σημαντική η ιδέα του βέλους του χρόνου; Δεν έχουμε όλοι συνείδηση της μη αναστρέψιμης ροής του χρόνου, όπου το παρελθόν είναι δεδομένο και το μέλλον ανοιχτό; Η
Η απάντηση είναι η εξής: Παρά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πως στις φυσικές διαδικασίες ο χρόνος ακολουθεί μία μόνο κατεύθυνση, από το παρελθόν προς το μέλλον, εν τούτοις κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, κυρίως στη Νευτώνεια Μηχανική, δεν αποκλείστηκε η ιδέα της αναστρεψιμότητας του χρόνου. Με την κυριαρχία της Νευτώνειας Μηχανικής το σύνολο του φυσικού κόσμου αντιμετωπίστηκε σαν μια τεράστια μηχανή, όπου κυριαρχεί ο ντετερμινισμός και όπου ο κόσμος είναι συμμετρικός ως προς τον χρόνο.
Σε ένα τέτοιο μοντέλο η περιγραφή του κόσμου καταλήγει σε μια ταυτολογία, εφόσον τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν εμπεριέχονται στο παρόν!
Με άλλα λόγια, αφού ξέρουμε τι συνέβη κατά το παρελθόν το ίδιο θα ισχύει και στο μέλλον. Άρα το βιβλίο της ιστορίας του Σύμπαντος είναι ήδη γραμμένο και δεν υπάρχει περιθώριο για το καινοφανές, το απρόβλεπτο και το γίγνεσθαι μέσα στη φύση.
Όταν όμως περιγράφουμε τα πράγματα στο μακροσκοπικό επίπεδο συχνά φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει: εκεί υπάρχει μια προφανής κατεύθυνση ή ροή του χρόνου. Ένα βέλος του χρόνου είναι οτιδήποτε που παρουσιάζει μια τέτοια χρονική μη συμμετρία.
Ιστορία του όρου
Στο βιβλίο του The Nature of the Physical World ο Eddington, που δημοσιεύτηκε το 1928, γράφει τα εξής:
“Σχεδιάστε ένα βέλος αυθαίρετα. Εάν καθώς ακολουθούμε τη φορά του βέλους βρίσκουμε ολοένα και περισσότερα τυχαία στοιχεία στην κατάσταση του σύμπαντος, τότε το βέλος δείχνει προς το μέλλον, εάν τα τυχαία στοιχεία μειώνονται το βέλος δείχνει προς το παρελθόν. Αυτή είναι η μόνη διάκριση που είναι γνωστή στη φυσική. … Θα χρησιμοποιήσω τη φράση “Το βέλος του χρόνου” για να εκφράσω αυτήν τη μονόδρομη ιδιότητα του χρόνου που δεν έχει κανένα ανάλογο στο διάστημα.”
Έπειτα ο Eddington σημειώνει τρία πράγματα για αυτό το βέλος:
-Αναγνωρίζεται έντονα από τη συνείδηση
-Αυτό ισοδυναμεί εξίσου με τη λογική ικανότητά μας, που μας λέει ότι μια αντιστροφή του βέλους θα έκανε τον εξωτερικό κόσμο μη αισθητό
-Δεν κάνει καμία εμφάνιση στη φυσική επιστήμη εκτός από τη μελέτη της οργάνωσης διάφορων ατόμων
Εδώ, σύμφωνα με Eddington, το βέλος δείχνει την κατεύθυνση της προοδευτικής αύξησης του τυχαίου στοιχείου. Μετά ο Eddington καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το βέλος του χρόνου είναι μια ιδιότητα μόνο της εντροπίας.
timerΤα διάφορα βέλη του χρόνου
1. Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου
Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου προβλέπεται από το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, που λέει ότι σε ένα απομονωμένο σύστημα η εντροπία αυξάνεται μόνο με το χρόνο, αυτή δεν θα μειωθεί με το χρόνο. Η εντροπία μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο της αταξίας ή της αναταραχής, κατά συνέπεια ο δεύτερος νόμος υπονοεί ότι ο χρόνος είναι ασυμμετρικός όσον αφορά την ποσότητα της τάξης σε ένα απομονωμένο σύστημα: δηλαδή καθώς ο χρόνος αυξάνεται, ένα σύστημα θα αποκτάει περισσότερη αταξία. Αυτή η ασυμμετρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εμπειρικά για να διακρίνουμε μεταξύ του μέλλοντος και του παρελθόντος.
Δεδομένου ότι ο δεύτερος νόμος έχει στατιστική φύση, δεν έχει ακριβή καθολικότητα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σύστημα μπορεί να πάει σε μια κατάσταση χαμηλότερης εντροπίας. Εντούτοις, ο δεύτερος νόμος φαίνεται να περιγράφει ακριβώς τη γενική τάση στα πραγματικά συστήματα προς την υψηλότερη εντροπία.
Αυτό το βέλος του χρόνου φαίνεται να σχετίζεται με όλα τα άλλα βέλη του χρόνου και κρύβεται πίσω από αυτά, με εξαίρεση το ασθενές βέλος του χρόνου.
2. Το κοσμολογικό βέλος του χρόνου
Το κοσμολογικό βέλος του χρόνου δείχνει προς την κατεύθυνση της διαστολής του σύμπαντος. Μπορεί να συνδεθεί με το θερμοδυναμικό βέλος, αν σκεφτούμε ότι το σύμπαν οδηγείται προς ένα θερμικό θάνατο (Μεγάλη Ψύξη), καθώς το ποσό της ωφέλιμης ενέργειας γίνεται ολοένα και πιο αμελητέο. Όμως καθώς θα προχωράει η εξέλιξη του σύμπαντος (δείτε το κυκλικό ή αέναο σύμπαν) αυτό το βέλος θα αντιστρέφεται, καθώς η βαρύτητα θα έλκει όλο το σύμπαν προς τα πίσω, σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη.
Εάν το κοσμολογικό βέλος του χρόνου συσχετίζεται με τα άλλα βέλη του χρόνου, τότε το μέλλον είναι εξ ορισμού η κατεύθυνση προς την οποία ο Κόσμος γίνεται μεγαλύτερος. Κατά συνέπεια, ο Κόσμος διαστέλλεται – αντί να συστέλλεται – εξ ορισμού.
Το θερμοδυναμικό βέλος του χρόνου και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι πιθανά μια συνέπεια των αρχικών συνθηκών στον πρώιμο Κόσμο. Επομένως προκύπτουν τελικά από την κοσμολογική οργάνωση.
3. Το βέλος του χρόνου της ακτινοβολίας
Τα ραδιοκύματα έως τα ηχητικά κύματα και έως αυτά που δημιουργούνται σε μια λίμνη από την ρίψη μιας πέτρας, πάντα ταξιδεύουν προς τα έξω (μακριά από την πηγή), έστω κι αν οι εξισώσεις των κυμάτων επιτρέπουν λύσεις με κύματα που να συγκλίνουν.
Αυτό όμως το βέλος έχει αντιστραφεί σε κάποια προσεκτικά πειράματα, που έχουν δημιουργήσει συγκλίνοντα κύματα. Και βέβαια οι συνθήκες για την παραγωγή ενός συγκλίνοντος κύματος απαιτούν περισσότερη τάξη από τις συνθήκες για ένα κύμα που ακτινοβολεί.
Βάζοντας το διαφορετικά, η πιθανότητα για αρχικές συνθήκες που να παράγουν ένα συγκλίνον κύμα είναι πολύ μικρότερη από την πιθανότητα για αρχικές συνθήκες που παράγουν ένα κύμα που εξαπλώνεται (ακτινοβολεί) στον χώρο.
Στην πραγματικότητα, κανονικά ένα κύμα που ακτινοβολεί αυξάνει την εντροπία, ενώ ένα συγκλίνον κύμα την μειώνει, κάνοντας το τελευταίο αντιφατικό με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής στις συνηθισμένες περιστάσεις.
4. Το αιτιώδες βέλος του χρόνου
Οι αιτίες θεωρούνται συνήθως πως προηγούνται των αποτελεσμάτων. Το μέλλον μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι το παρελθόν.
Ένα πρόβλημα με τη χρησιμοποίηση της αιτιότητας ως βέλος του χρόνου είναι ότι, όπως επισήμανε ο David Hume, η αιτιώδης σχέση δεν μπορεί αυτή καθ’ εαυτή να γίνει αντιληπτή, κάποιος αντιλαμβάνεται μόνο τις ακολουθίες των γεγονότων. Επιπλέον είναι εκπληκτικά δύσκολο να δοθεί μια σαφής εξήγηση τι σημαίνουν πραγματικά οι όροι “αιτία” και “αποτέλεσμα”. Είναι φανερό ότι η ρίψη του πιάτου είναι η αιτία, η καταστροφή του πιάτου είναι το αποτέλεσμα.
Μιλώντας φυσικά, αυτό είναι μια άλλη εκδήλωση του θερμοδυναμικού βέλους του χρόνου, και είναι μια συνέπεια του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής. Ελέγχοντας το μέλλον, ή αναγκάζοντας κάτι να συμβεί, δημιουργεί συσχετισμούς μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος, και αυτά μπορούν να δημιουργηθούν μόνο καθώς κινούμαστε μπροστά στον χρόνο, όχι προς τα πίσω.
5. Το βέλος του χρόνου της σωματιδιακής φυσικής (ασθενές βέλος του χρόνου)
Ορισμένες υποατομικές αλληλεπιδράσεις που περιλαμβάνουν τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις παραβιάζουν τη διατήρηση και της ομοτιμίας (parity) και του φορτίου, αλλά πολύ σπάνια. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η διάσπαση του καονίου.
Σύμφωνα με το θεώρημα CPT, η διατήρηση της ομοτιμίας και του φορτίου συνοδεύεται επίσης και με την διατήρηση ως προς τον χρόνο, και έτσι καθιερώνουν ένα βέλος του χρόνου στη σωματιδιακή φυσική. Ας τονίσουμε όέτοιες διαδικασίες πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία ύλης στον πρώιμο Κόσμο.
Το βέλος του χρόνου της σωματιδιακής φυσικής δεν συνδέεται με κανένα άλλο βέλος, και εάν αυτό θα έδειχνε την αντίθετη χρονική φορά, η μόνη διαφορά θα ήταν ότι ο Κόσμος μας θα φτιαχνόταν με αντιύλη παρά με την κανονική ύλη. Ακριβέστερα, στην θέση της ύλης θα ήταν η αντι-ύλη και το αντίστροφο.
Ότι ο συνδυασμός της ομοτιμίας και του φορτίου πολύ σπάνια δεν ισχύει, σημαίνει ότι αυτό το βέλος “σπανίως” μόνο δείχνει σε μια κατεύθυνση, θέτοντας το έξω από τα άλλα βέλη, η κατεύθυνση των οποίων είναι πιο προφανής. Γι αυτό και λέγεται ασθενές βέλος του χρόνου, (επειδή δεν ισχύει πάντα).
Σημείωση: Στο χώρο των σωματιδίων, υπάρχουν τρεις κύριες συμμετρίες. Ο κατοπτρισμός ως προς τον χρόνο T (Τime Reversal), ο κατοπτρισμός ως προς το χώρο (Space Inversion), που λέγεται ομοτιμία P (Parity) και τέλος ο κατοπτρισμός ως προς το φορτίο C (Charge Conjugation). Και οι τρεις συμμετρίες λέγονται με μία λέξη CPT.
6. Το κβαντικό βέλος του χρόνου
Σύμφωνα με την ερμηνεία της Κοπεγχάγης της κβαντομηχανικής, η κβαντική εξέλιξη ελέγχεται από την εξίσωση του Schrödinger, που είναι συμμετρική ως προς τον χρόνο, και από την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, η οποία είναι χρονικά μη αντιστρεπτή. Δεδομένου ότι ο μηχανισμός της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης είναι φιλοσοφικά σκοτεινός, δεν είναι απολύτως σαφές πώς συνδέεται αυτό το βέλος με άλλα. Ενώ στο μικροσκοπικό επίπεδο, η κατάρρευση φαίνεται να μην δείχνει καμία προτίμηση προς την αύξηση ή την μείωση της εντροπίας, μερικοί θεωρούν ότι υπάρχει μια προκατάληψη που παρουσιάζεται στις μακροσκοπικές κλίμακες σαν το θερμοδυναμικό βέλος. Σύμφωνα με τη σύγχρονη φυσική άποψη της κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης, η θεωρία της κβαντικής αποσυνοχής, το κβαντικό βέλος του χρόνου είναι μια συνέπεια του θερμοδυναμικού βέλους του χρόνου.
6. Το ψυχολογικό ή το αντιληπτό βέλος του χρόνου
Ο ψυχολογικός χρόνος είναι, εν μέρει, η καταχώρηση των ολοένα και περισσότερων στοιχείων της μνήμης από τις συνεχείς αλλαγές στην αντίληψη. Με άλλα λόγια, τα πράγματα που θυμόμαστε αποτελούν το παρελθόν, ενώ το μέλλον αποτελείται από εκείνα τα γεγονότα που δεν μπορούν να αναφερθούν. Η αρχαία μέθοδος να συγκρίνουμε μοναδικά γεγονότα (πχ η γέννηση ενός παιδιού) με γενικευμένα επαναλαμβανόμενα γεγονότα, όπως είναι η φαινόμενη μετακίνηση του ήλιου, του φεγγαριού, και των άστρων, προσέφερε ένα κατάλληλο πλέγμα εργασίας για να γίνεται αυτή η σύγκριση. Η συνεπής αύξηση στον όγκο της μνήμης δημιουργεί ένα διανοητικό βέλος του χρόνου.
Το ψυχολογικό βέλος κινείται πάντα από το γνωστό (παρελθόν) προς το άγνωστο (το μέλλον). Οι επιθυμίες, τα όνειρα, και οι ελπίδες, φαίνονται για τον παρατηρητή να βρίσκονται στο μέλλον.
Η άλλη πλευρά της ψυχολογικής μετάβασης του χρόνου είναι στη σφαίρα της επιθυμίας και της δράσης. Προγραμματίζουμε και εκτελούμε συχνά ενέργειες που θα έχουν επιπτώσεις στο μέλλον. Δύσκολα κάποιος προσπαθεί να αλλάξει τα παρελθόντα γεγονότα.
Το ψυχολογικό βέλος του χρόνου είναι πιθανά αναγώγιμο στο θερμοδυναμικό βέλος: έχει βαθιές συνδέσεις με το δαίμονα του Maxwell και τη φυσική των πληροφοριών. Στην πραγματικότητα, είναι εύκολο να καταλάβουμε τη σύνδεσή του με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής εάν δούμε τη μνήμη ως ένα συσχετισμό μεταξύ των κυττάρων του εγκεφάλου και του εξωτερικού κόσμου. Επειδή ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι ισοδύναμος με την αύξηση με το πέρασμα του χρόνου τέτοιων συσχετισμών, αυτό δηλώνει ότι θα δημιουργηθεί μνήμη καθώς κινούμαστε προς το μέλλον (κι όχι προς το παρελθόν).
Το βέλος του χρόνου στο έργο του Ilya Prigogine
Ο Ilya Prigogine στο περίφημο έργο του “Θερμοδυναμικά συστήματα μακράν της ισορροπίας” εξέτασε το σημαντικό ρόλο που παίζει στη φύση το βέλος του χρόνου, την διάκριση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος μέσα στον φυσικό κόσμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηράκλειτος υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που υποστήριξε την ιδέα του γίγνεσθαι της φύσης, κάτι το οποίο, κατά τον Prigogine, κλείνει μέσα του τον σπόρο της ιδέας του βέλους του χρόνου.
Η θερμοδυναμική, που μελετά τον μακροσκοπικό κόσμο της εμπειρίας, είναι η επιστήμη που εξηγεί πώς δουλεύει η ατμομηχανή, πώς αναπτύσσονται οι έμβιοι οργανισμοί κ.ο.κ. Σε όλα αυτά τα φαινόμενα η ροή του χρόνου γίνεται εμφανής στην τάση του συστήματος να περνάει από την τάξη προς την αταξία. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν μπορεί ποτέ να γυρίσει προς τα πίσω. Έτσι, οι φυσικές διαδικασίες, όπου υπάρχει μια συνεχής απώλεια ενέργειας με τη μορφή θερμότητας, είναι μη αναστρέψιμες.
Αυτή ακριβώς την ιδέα εκφράζει ο περίφημος δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής: Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, οποιαδήποτε φυσική διαδικασία συμβαίνει σε ένα απομονωμένο σύστημα θα πρέπει να συνοδεύεται από την αύξηση της εντροπίας. Η εξέλιξη ακριβώς αυτή, που δεν πάει ποτέ προς τα πίσω αλλά μόνο προς τα μπρος, αποτελεί μια σαφή ένδειξη του βέλους του χρόνου.
Όταν τώρα η μοριακή εντροπία φθάσει στον μέγιστο βαθμό, όταν λ.χ. η κατανομή των μορίων στο φλιτζάνι του καφέ όπου βάλαμε και γάλα γίνει ομοιόμορφη, τότε λέμε ότι το μείγμα βρίσκεται στην κατάσταση της ισορροπίας. Εδώ χάνεται η δυνατότητα για περισσότερη ανάμειξη. Κάτι ανάλογο ισχύει και για ολόκληρο το Σύμπαν, το οποίο αποτελεί ένα απομονωμένο σύστημα. Έτσι, όταν η εντροπία του Σύμπαντος φθάσει στη μέγιστη τιμή, στην κατάσταση δηλαδή της θερμοδυναμικής ισορροπίας, θα επέλθει ο λεγόμενος θερμικός θάνατος. Όλα αυτά αφορούν βεβαίως συστήματα που βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας.
Ο Prigogine λέει, ότι στην αρχή αποδέχτηκε τη λύση του Boltzmann και είχε την πεποίθηση πως οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής είναι αντιστρεπτοί ως προς το χρόνο. «Πίστευα, όπως όλοι, ότι υπάρχει μη αντιστρεπτότητα αλλά πρέπει να προέρχεται από προσεγγίσεις που είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε στους βασικούς κανόνες που είναι χρονικά αντιστρεπτοί. Πίστευα δηλαδή πως η εμφάνιση της μη αντιστρεπτότητας οφείλεται σε άγνοιά μας και στις δικές μας προσεγγίσεις».
Ωστόσο, τονίζει πως «οι μελέτες συστημάτων μακριά από την ισορροπία με οδήγησαν στην πεποίθηση ότι αυτή δεν μπορεί να είναι η σωστή άποψη. Η μη αντιστρεπτότητα παίζει εποικοδομητικό ρόλο. Δημιουργεί μορφή. Δημιουργεί ανθρώπινα όντα. Πώς θα μπορούσε η απλή άγνοιά μας για τις αρχικές συνθήκες να είναι η αιτία γι ‘ αυτό; Η άγνοιά μας δεν μπορεί να είναι η αιτία που υπάρχουμε».
Άρχισε λοιπόν να πιστεύει ότι δεν είναι τα πράγματα πάντα έτσι, δεν είναι δηλαδή απαραίτητο πάντα στην πορεία ανάπτυξης των συστημάτων να συντελείται μια πορεία από την τάξη προς την αταξία: μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις, κατά τον Prigogine, το βέλος του χρόνου να είναι μια πηγή τάξης. Με άλλα λόγια, μέσα από την αταξία μπορεί να πηγάσει η τάξη με τη μορφή της αυτοοργάνωσης.
Το ερώτημα λοιπόν που έθεσε ο Prigοgine είναι το εξής: Το βέλος του χρόνου προκύπτει ως αποτέλεσμα απλώς μιας φαινομενολογικής προσέγγισης των φυσικών διαδικασιών ή μήπως αποτελεί ένα θεμελιώδες στοιχείο, το οποίο οφείλουμε να ενσωματώσουμε στις περιγραφές αυτών των διαδικασιών;
Πώς όμως είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; πώς μπορούν οι μη αναστρέψιμες διαδικασίες να προκαλέσουν την αυτοοργάνωση;
Η απάντηση του Prigogine φανερώνει – όπως ο ίδιος επισημαίνει – τον δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στο βέλος του χρόνου και στη δυνατή ανάπτυξη των δομών. Αυτό, όπως διευκρινίζει, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί με έναν τρόπο εντυπωσιακό στα συστήματα μακράν της ισορροπίας, όπου «το σύστημα αρχίζει να εξερευνά νέες δομές, νέα είδη χωροχρονικής οργάνωσης», που με ένα όνομα ονομάζονται δομές έκλυσης. Τέτοιες είναι αυτές που πραγματοποιούνται στις χημικές αντιδράσεις, οι οποίες όσο βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας είναι γραμμικές.
Όταν όμως ένα χημικό σύστημα, το οποίο προηγουμένως βρισκόταν σε κατάσταση ισορροπίας, φθάσει πέρα από ένα σημείο κρίσιμης απόστασης από την ισορροπία, εμφανίζεται το εξής εκπληκτικό φαινόμενο: μια διχαλωτή διακλάδωση κάνει την εμφάνισή της και τότε η χημική αντίδραση πρέπει να «κάνει μια επιλογή» ως προς τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν εκ των προτέρων να γνωρίζουμε ή να προβλέψουμε ποιο από τα δύο μονοπάτια θα επιλέξει κάθε φορά.
Στο σημείο ακριβώς αυτό το σύστημα αρχίζει να εμφανίζει νέες δομές, νέα είδη χωροχρονικής οργάνωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διχαλωτής διακλάδωσης είναι αυτό που προκύπτει όταν θερμάνουμε ένα λεπτό στρώμα υγρού ανάμεσα σε δύο γυαλιά. Η θερμότητα μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία οργάνωσης με τη μορφή σχημάτων κερήθρας (εξάγωνα κουτάκια). Όσο μεγαλύτερη μάλιστα είναι η παροχή θερμότητας τόσο πιο εξωφρενική είναι η ταχύτητα των μορίων του υγρού που θερμαίνεται. Η θερμοκρασία στην οποία εμφανίζονται τα εξαγωνικά σχήματα είναι το σημείο διακλάδωσης. Εδώ το θερμοδυναμικό σύστημα μπορεί να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Οταν μάλιστα τα κλαδιά είναι περισσότερα από δύο, τότε προκύπτει μια πολύ απρόβλεπτη συμπεριφορά, γνωστή ως ντετερμινιστικό χάος. Εδώ ανοίγεται ένα εκθαμβωτικό φάσμα συμπεριφορών λόγω των αναρίθμητων δυνατών καταστάσεων. H συμπεριφορά αυτή περιγράφεται από τον «παράξενο ελκυστή», ο οποίος είναι κάτι σαν στόχος για το βέλος του χρόνου.
Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, στα θερμοδυναμικά συστήματα η εικόνα που παρουσιάζεται είναι η εξής: Σε καταστάσεις μακράν της ισορροπίας η ύλη μπορεί να συμπεριφερθεί με θαυμαστούς τρόπους, όπου εμφανίζονται περιπτώσεις αυτοοργάνωσης, αυθόρμητης ανάπτυξης συστημάτων και δομών· όλα αυτά συνοδεύονται από την εμφάνιση απείρων δυνατοτήτων και επιλογών, που καθιστούν μη προβλέψιμη τη μελλοντική εξέλιξη του συστήματος. Καταλύεται έτσι η έννοια του ντετερμινισμού της νευτώνειας φυσικής, το μέλλον αποκτά ένα χαρακτήρα δημιουργικής ελευθερίας, η ύλη εμφανίζει ένα δυναμικό χαρακτήρα και απαλλάσσεται από τους περιορισμούς της κλασικής αντίληψης της αδρανούς ύλης.
Τέλος, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στη δυναμική αυτή εικόνα του φυσικού κόσμου ο χρόνος αποβαίνει ένα εγγενές στοιχείο των διαδικασιών μέσα από τις οποίες ανοίγεται ένας άπειρος κόσμος δυνατοτήτων. Σύμφωνα με τον Prigogine ο χρόνος είναι πραγματικός και είναι συνυφασμένος με το γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου. Για να κατανοήσουμε λοιπόν τη φύση του χρόνου θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς γίγνεσθαι, και ταυτόχρονα ότι χρόνος και γίγνεσθαι θεμελιώνονται πάνω σε έναν κόσμο άπειρων δυνατοτήτων, έναν κόσμο ανοιχτό στο μέλλον.
Για το τέλος δίνουμε αυτό που ονομάζεται αίτημα του Prigogine. «Όλοι οι νόμοι της φυσικής πρέπει να είναι συμβατοί με την ύπαρξη του βέλους του χρόνου”. Και αυτό σημαίνει πως πρέπει οι νόμοι να αναδιατυπωθούν ώστε πρώτον να περιέχουν το βέλος του χρόνου (να μην είναι δηλαδή συμμετρικοί ως προς τον χρόνο) και δεύτερον τα διάφορα επίπεδα περιγραφής να οδηγούν στην ίδια μελλοντική κατάσταση.