Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η ΜΑΣΚΑ

Η ζωή πολλές φορές θυμίζει θεατρική παράσταση. Ο καθένας διαλέγει το προσωπείο που του ταιριάζει και επιλέγει να παίξει έναν συγκεκριμένο ρόλο, ίσως μάλιστα και ένα ρόλο που θα πρεσβεύει σε ολόκληρη τη ζωή του.
Γιατί συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους? Γιατί προτιμάμε να φοράμε μία μάσκα από το να δείχνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε, να λέμε αυτό που πραγματικά σκεφτόμαστε, να κάνουμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε.
Στην ιδέα της κριτικής και της αποδοκιμασίας, δύο έννοιες που το άτομο φοβάται και τις αποφεύγει, διαλέγει να υποκριθεί έναν ρόλο, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι, για να μην μπει στην διαδικασία κριτικής από τους άλλους ή ακόμη και της συμπόνιας. Ειδικότερα η συμπόνια είναι κάτι που το άτομο προσπαθεί να αποφύγει, δεν θέλει κανείς να τον λυπάται.
Πόσες φορές έχετε υποκριθεί ότι περνάτε καλά σε ένα πάρτι? Ότι η σχέση σας με τον σύντροφό σας είναι θαυμάσια? Ότι η οικονομική και η επαγγελματική σας ζωή είναι άκρως ικανοποιητική? Ότι συμπαθείτε κάποιον ακόμη και αν συμβαίνει το άκρως αντίθετο? Βλέπουμε ότι το προσωπείο φοριέται σε πολλές πτυχές και φάσεις της καθημερινότητας.
Συνήθως τείνουμε όταν φοράμε μία μάσκα να δημιουργούμε αργά ή γρήγορα μία νέα ταυτότητα για εμάς, κάτι για εμάς που ενώ δεν είναι πραγματικότητα καταλήγουμε να το πιστεύουμε και εμείς οι ίδιοι. Για παράδειγμα το επάγγελμα που διαλέξαμε να κάνουμε συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι το κατάλληλο για εμάς και όμως προσπαθούμε να πείσουμε και το κοντινό μας περιβάλλον και τον ίδιο μας τον εαυτό ότι είναι ότι καλύτερο μας έχει συμβεί. Γιατί άραγε?
Προτιμάμε να παραπλανούμε τους άλλους και κυρίως να κοροϊδεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Η μάσκα δημιουργεί μία αίσθηση δύναμης, ανωτερότητας και σίγουρα μία έντονη επιρροή προς τον “θεατή”. Με το να δείχνουμε κάτι που δεν είμαστε, απελευθερωνόμαστε, γινόμαστε αυτόματα πιο τολμηροί.
Η μάσκα τόσο σαν υλικό αντικείμενο (απόκρια), όσο και σαν κάτι άυλο που φοράμε στην καθημερινότητά μας, έχει διττή χρήση: να κρύψει και να φανερώσει ταυτόχρονα. Να κρύψει αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα και να φανερώσει αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που φοβόμαστε να είμαστε. Από παιδιά ακόμα μαθαίνουμε να ζούμε με αυτή. Στην πάροδο, όμως, του χρόνου τείνουμε να αλλάζουμε πολλές μάσκες: παιδί, συμμαθητής, γκόμενα, γονιός, σύζυγος, θύμα, θύτης.
Κάποια στιγμή όσο μεγαλώνουμε, όλοι μας θυμούνται και μας έχουν στο μυαλό τους με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό: ο χαμογελαστός Γιώργος, η τολμηρή Μαρία, η ευτυχισμένη μανούλα, ο επιτυχημένος δικηγόρος. Τι συμβαίνει, όμως, όταν χρειάζεται να αλλάξουμε μάσκα ή καλύτερα να την βγάλουμε? Πόσο εύκολο είναι αυτοί που μας βλέπουν χρόνια ολόκληρα με μία συγκεκριμένη μάσκα, να συνηθίσουν τη νέα μας μορφή?
Το παραπάνω αποδεικνύει ότι τα πάντα είναι ρευστά στην ζωή, αλλάζουν και σίγουρα μας αλλάζουν. Από μία καλή δουλειά μπορεί να βρεθούμε άνεργοι, από έναν ευτυχισμένο γάμο μπορεί να βρεθούμε χωρισμένοι με παιδιά και το αντίθετο. Γιατί να υποκρινόμαστε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και πάντα κάτι άλλο;
Σίγουρα το να ξέρουν οι άλλοι πώς πραγματικά είμαστε, να μας κρίνουν και ίσως να μας συμπονούν, πονάει. Πονάει, όμως, εξίσου πολύ αυτή η άχρηστη μάσκα που φοράμε, που μας παραμορφώνει, που μας κάνει να θυμόμαστε με δάκρυα στιγμές που ζήσαμε μαζί της και στιγμές που δεν ζήσαμε εξαιτίας της.
Ας βγάλουμε τις μάσκες που φοράμε! Ας δεχτούμε και ας αγαπήσουμε αυτό που είμαστε, αυτό που κάνουμε, αυτό που νιώθουμε. Δύσκολο το ταξίδι της αυτογνωσίας, της επίγνωσης και της αυτοεκτίμησης. Σίγουρα, όμως, πιο δύσκολο το βάρος ενός ψεύτικου προσωπείου.
Ας αφήσουμε τις μάσκες μόνο για τις απόκριες! Είναι η θέση που τις αναλογεί!

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΚΡΑΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ....ΖΩΝΤΑΝΟ!!!

«Ο Άνθρωπος Που Δεν Παίζει,

Έχει Χάσει για Πάντα

Το Παιδί Που Ζούσε Μέσα Του Και

Που Θα Του Λείψει Τρομερά.» 

Pablo Neruda
Καθόμαστε σε μια γωνιά και παρακολουθούμε τον αυθορμητισμό και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας με νοσταλγία. Γυρνάμε στο χθες, θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, απορούμε πώς γινόταν να είμαστε τόσο ευτυχισμένοι. «Αποκλείεται να ήμασταν τόσο χαρούμενοι.» λέμε συνήθως από μέσα μας. «Έχουμε ωραιοποιήσει το παρελθόν. Δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα.» Και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν. Αλλά σίγουρα ήταν πιο όμορφα, πιο ξέγνοιαστα, πιο ζωντανά.
Και ποιος μας είπε ότι πρέπει να ζούμε μια ζωή άχρωμη; Κανείς δεν μας το είπε άμεσα, παρόλο που η κοινωνία βιάζεται να μας βάλει σε καλούπια και να μας δέσει με τα λεπτά της σκοινιά, να μας κουνά κατά πώς πάνε τα κέφια της, κι εμείς να χορεύουμε σαν μαριονέτες για να την διασκεδάζουμε.
Μεγαλώνοντας, χάνουμε όσα μας χαρακτήριζαν σαν παιδιά. Αφοσιωνόμαστε τόσο στις εργασίες μας, στα προβλήματα της καθημερινότητας, που ξεχνάμε πώς να γελάμε, να χαιρόμαστε, να ζούμε. Καταλήγουμε άχρωμοι, άγευστοι, άδειοι, σαν τις ζωές που υποτίθεται πως επιβάλλεται να ζούμε. Ακολουθούμε τους άγραφους κανόνες που οι ίδιοι έχουμε επιβάλλει στους εαυτούς μας, απλά για να είμαστε «φυσιολογικοί», να ανακατευτούμε με το πλήθος, να μην ξεχωρίσουμε.
Μα η αλήθεια είναι πως όσο κι αν προσπαθήσουμε να κρυφτούμε από το παιδί μέσα μας, εκείνο θα συνεχίσει να φωνάζει για να τραβήξει την προσοχή μας. Πάντα θα υπάρχουν στιγμές που θα βρει ένα άνοιγμα, μια ελάχιστη χαραμάδα, για να βγει κι αυτό λίγο στο φως, να μας θυμίσει την ύπαρξή του. Αυτές οι λίγες στιγμές, είναι που μπαίνει ξανά το χρώμα στις ζωές μας.
Ο Paulo Coelho λέει το εξής: «Ένα παιδί μπορεί να διδάξει τρία πράγματα σε έναν ενήλικα: να είναι χαρούμενος χωρίς λόγο, να είναι πάντα απασχολημένος με κάτι, και να διεκδικεί αυτό που επιθυμεί με όλη του την θέληση.» Διακρίνει λοιπόν κανείς στα παιδιά μία σοφία καθαρή και ακατέργαστη, που σπάνια συναντά σε κάποιον ενήλικα. Είναι στα αλήθεια δάσκαλοι, αν βέβαια δώσει κανείς πραγματική σημασία στα διδάγματά τους.
Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν αφήναμε το εσωτερικό μας παιδί να εκφραστεί; Να βγει από την κρυψώνα του, να παίξει, να γελάσει, να είναι αυθόρμητο, να κάνει αυτό που επιθυμεί με όλη του την καρδιά, να είναι ο εαυτός του.
Ας το παραδεχτούμε, και θα νιώσουμε καλύτερα: όλοι μας θελήσαμε να σκαρφαλώσουμε στο μεγάλο δέντρο στο κέντρο του πάρκου, να διασχίσουμε τρέχοντας την αμμουδιά και να βουτήξουμε με φόρα στη θάλασσα ένα καλοκαίρι, να τραγουδήσουμε δυνατά, έστω και παράφωνα, το αγαπημένο μας τραγούδι, αγνοώντας εκείνους που θα μας στραβοκοιτάξουν, πίσω από τις ψεύτικες και ασφαλείς μάσκες της σοβαροφάνειάς τους.
Αρκετά με τους κανόνες. Ας σταματήσουμε να είμαστε δάσκαλοι κι ας πάρουμε τον ρόλο του μαθητή. Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα που μας δίνουν τα παιδιά: Ας είμαστε για μια φορά αληθινοί.
Ας κόψουμε τα σκοινιά που μας καθιστούν μαριονέτες, ας σπάσουμε τις μάσκες μας, ας ντύσουμε την καθημερινότητα με χρώματα. Και τότε, ίσως, ο κόσμος να γίνει ένα πιο όμορφο μέρος για να ζούμε. Ίσως, γυρίσουν πίσω σε μας όλα όσα χάσαμε με το πέρασμα του χρόνου: η χαρά, ο ενθουσιασμός, η ελπίδα… Η ζωή.

Ο ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ

Μια φορά και έναν καιρό, ένας σωματώδης και δυνατός ξυλοκόπος ζήτησε δουλειά σε κάποιο χονδρέμπορο ξυλείας. Ο έμπορος τον προσέλαβε με καλό μισθό και καλές συνθήκες δουλειάς. Έτσι ο ξυλοκόπος αποφάσισε να δώσει τον καλύτερο εαυτό του.
Το αφεντικό του έδωσε ένα τσεκούρι και του υπέδειξε που να δουλέψει. Την πρώτη μέρα ο ξυλοκόπος έφερε 18 κορμούς δένδρων.
“ Συγχαρητήρια,” είπε το αφεντικό. “Συνέχισε έτσι!”
Χαρούμενος από τα λόγια του αφεντικού, ο ξυλοκόπος προσπάθησε ακόμη περισσότερο την επόμενη ημέρα αλλά μπόρεσε να φέρει μόνο 15 κορμούς. Την Τρίτη μέρα προσπάθησε ακόμα πιο πολύ, αλλά έφερε μόνο δέκα κορμούς. Κάθε μέρα, ενώ προσπαθούσε δυνατότερα, έφερνε όλο και πιο λίγους κορμούς.
“ Θα πρέπει να χάνω δυνάμεις”, σκέφτηκε ο ξυλοκόπος. Τότε πήγε στο αφεντικό και ζήτησε συγνώμη, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί.
“ Πότε ήταν η τελευταία φορά που τρόχισες το τσεκούρι;” ρώτησε το αφεντικό.
“ Να το τροχίσω; Δεν είχα χρόνο να το τροχίσω. Ήμουν πολύ απασχολημένος κόβοντας δέντρα…”
—————————
Έτσι συμβαίνει και στην πραγματική μας ζωή. Δεν βρίσκουμε ποτέ χρόνο να ακονίσουμε “το τσεκούρι”. Συμβαίνει καθημερινά να είμαστε όλο και πιο απασχολημένοι και παράλληλα πιο δυστυχισμένοι.
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Μήπως ξεχάσαμε να είμαστε έξυπνοι; Δεν υπάρχει πρόβλημα στο να εργάζεται κάποιος πολύ σκληρά. Αλλά δεν πρέπει να εργάζεται τόσο σκληρά ώστε να παραμελεί τα σημαντικά καθημερινά πράγματα, όπως την προσωπική ζωή, την προσευχή, την οικογένεια, το διάβασμα κτλ κτλ. Όλοι χρειαζόμαστε χρόνο να χαλαρώσουμε, να σκαφτούμε, να μάθουμε και να αναπτυχθούμε.
Αν δεν βρούμε χρόνο να τροχίσουμε “το τσεκούρι”, γινόμαστε νωθροί και ο νους χάνει τις ικανότητες του.