Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Κατευόδιο στη Μάννα

Κατευόδιο στη Μάννα
Γεννήθηκε το 1930. Μεγάλωσε στην Κοκκινιά σαν αγοροκόριτσο. Πλακωνόταν με τα αγόρια, προστάτευε τα κορίτσια και τους κατά την γνώμη της αδύναμους, πάντα αρχηγός, πάντα πρώτη στις διαολιές. Σχεδόν κατοικούσε στα κεραμίδια, όπου ένιωθε ασφαλής όταν έκανε σκανδαλιές και …καταδιωκόταν επί γης από την μάνα της. Κατέβαινε μόνο όταν ο σοφός και υπερασπιστής πατέρας της την καλούσε – τους άλλους δεν τους εμπιστευόταν. Η εφηβεία της συνέπεσε με την Κατοχή. Αγριεύτηκε με όσα έζησε. Δεν πείνασε όμως, χάρη στον πατέρα της και το φορτηγό του που εκτελούσε μεταφορές και εξοικονομούσε πάντα φαγητό. Ήταν η μεγαλύτερη από τέσσερα κορίτσια, τις αδελφές της. Μόλις τέλειωσε η κατοχή και ο εμφύλιος, πριν πάρουν ανάσα, έχασε τον πατέρα της από σοβαρή αρρώστια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, της επέβαλαν να παντρευτεί για να αποκτήσει η οικογένεια ένα αρσενικό – προστάτη. Παντρεύτηκε πιθανότατα χωρίς να θέλει και να αγαπά. Απέκτησε εμάς. Εμένα και τον κατά πέντε χρόνια μικρότερο αδελφό μου. Μας μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και διαρκών προβλημάτων. Θυμάμαι μας τάϊζε στο πεζούλι από ένα πιάτο, αβγό σε μπόλικο λάδι, μπουκιά – μπουκιά να χορτάσουμε. Περισσότερο απ΄το φαγητό ενδιαφερόταν να μας αγοράζει βιβλία, τετράδια και μολύβια. Ήθελε να πηγαίνουμε σχολείο, να μαθαίνουμε γράμματα, να γίνουμε «άνθρωποι καλοί και χρήσιμοι στην κοινωνία». Χρήματα δεν είχαμε ποτέ.
Όταν ο πατέρας (μαρκαρισμένος και κυνηγημένος ως αριστερός!) μπάρκαρε κάποια φεγγάρια στα καράβια να κάνει μεροκάματα, αυτή φόρεσε αντρικά ρούχα, πήρε κασμά, φτυάρι, μιστρί και έχτισε ολομόναχη ολόκληρο δωμάτιο στην αυλή (από θεμέλια μέχρι σκεπή) για να μας δώσει δικό μας χώρο να αναπνέουμε – (ζούσαμε όλοι μέχρι τότε σε ένα δωμάτιο.)
Ποτέ δεν πρόσεξε τον εαυτό της. Δεν ήταν λέαινα ήταν προβατίνα. Αλλά προσηλωμένη στο καθήκον της. Εμείς (τα παιδιά της) ήμασταν η μόνη της έγνοια. Μέχρι που μεγαλώσαμε κι ο καθένας μας πήρε τον δικό του δρόμο. Ο αδελφός μου που της έμοιασε έγινε άριστος τεχνίτης, σπούδασε μηχανικός αεροσκαφών, παραμερίστηκε όμως από το άθλιο κομματικό κράτος, κατέληξε ιδιωτικός υπάλληλος, παντρεύτηκε, έκανε δυο κόρες. Εγώ παρέμεινα αλλοπαρμένος, αλαφροϊσκιωτος, σπούδασα Νομικά και τα παράτησα, είμαι κερατωμένος εραστής των γραμμάτων, ορκισμένος κυνηγός της αλήθειας, ένα ελπιδοφόρο «κάτι» που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, σχεδόν δημόσιος υπάλληλος, γενικά ελεύθερος υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, ανικανοποίητος πάντα, αβόλευτος, μοναχικός.
Εκείνη όμως μας καμάρωνε γιατί θεωρούσε ότι ήμασταν καλά παιδιά και «περηφανευόταν» ότι είχε συμβάλει σε αυτό.
Τρυφερότητα για την μάννα μου ένιωσα όταν χτύπησε και σακατεύτηκε πριν μερικά χρόνια. Βγήκαν από μέσα μου πολλοί χυμοί, πολλή αγάπη για ένα τέτοιο αθόρυβο και δοτικό πλάσμα, που δεν χάρηκε την ζωή της για να αφοσιωθεί σε εμάς. Έμεινα κοντά της.
Τώρα φεύγει πλήρης ημερών. Νομίζω ότι η ζωή την πλήγωσε από νωρίς. Η καρδιά μου σκίζεται. Ήταν καλός άνθρωπος, φως εκ φωτός και στο αχειροποίητο Φως θα ενσωματωθεί. Ελπίζω να έχουμε την ευλογία της και την συγχώρεσή της αν την πικράναμε έστω και άθελά μας κάποια φορά. Προσεύχομαι να αναπαυθεί η ψυχή της στην γαλήνη Του και στην αγάπη μας. Θα κρατώ γιαυτήν ανοιχτές πάντα τις θύρες των ονείρων μου. Μόνο και μόνο για νάρχεται όποτε θέλει, να κάθεται, να μιλάμε, να βλέπω το πρόσωπό της να γελά, να λάμπει και να ευφραίνομαι…
Γειά σου, ρε Μάννα!..

του Σωτηρη Καζακη