Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Συλληπητηρια

Ένα αγαπημένο μου πρόσωπο μου είπε ότι όταν χάνονται και οι δυο γονείς μας, τελειώνει μια ολόκληρη εποχή. Νομίζω πως είχε δίκιο.
Στους γονείς μας οφείλουμε το παρελθόν και το πως αντιμετωπίζουμε το μέλλον μας.
Όταν αυτοί φύγουν ταυτόχρονα λύνεται και ένας δεσμός που μας έδενε με το πριν μας.
Δεν έχουμε πια την δυνατότητα να αναζητήσουμε στις μνήμες τους γεγονότα από τα παιδικά μας χρόνια, ούτε μπορούμε να ξαναζήσουμε εμπειρίες μέσα από τις διηγήσεις τους.
Ακόμη και τα λάθη τους παραγράφονται. Δεν έχουμε το δικαίωμα να δικαιολογήσουμε δικά μας ελαττώματα με την δική τους επίδραση στο χαρακτήρα μας. Ξεχνάμε τα δυσάρεστα και αναπολούμε τις όμορφες στιγμές. Πονάμε αλλά και μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε τον πόνο με ρεαλισμό.
Πριν λίγες μέρες έχασα και τον πατέρα μου. Δεν ήμασταν κοντά γιατί λείπω από τον τόπο που γεννήθηκα εδώ και δεκαετίες.
Όμως η απώλειά του με επηρέασε, ίσως ακόμη περισσότερο από όσο η ζωή μου μαζί του.
Υποθέτω ότι είναι φυσιολογικό να σκέφτεται κανείς τι οφείλει στο γονιό του, την στιγμή που συνειδητοποιεί πως τον έχασε.
Εγώ στον Στέργιο οφείλω μάλλον πολλά.
Από το δημοτικό περνούσα τις Κυριακές μου στην βιοτεχνία που με κόπο έστησε, κόβοντας λαμαρίνες και βάζοντας προϊόντα σε μπλέ σακουλάκια και άσπρα κουτιά.
Θύμωνα τότε αλλά τώρα ξέρω πόσο καλό μου έκανε.
Ακόμη περισσότερο καλό μου έκανε το ότι κρατούσα το μαγαζί τα πρωινά ή τα απογεύματα, ανάλογα με τις ώρες που χαμε μάθημα στο γυμνάσιο ώστε να μπορεί να γυρίζει όλη την Ελλάδα κάνοντας χονδρεμπόριο με το φορτηγό του.
Θυμάμαι ακόμη και σήμερα την πρώτη μου δουλειά πρωτοετής, ένιωθα έμπειρος και ας μην είχα δουλέψει ποτέ για άλλους. Δεν είχα ταχυπαλμία στην πρώτη μου συνέντευξη και με θράσος δήλωσα στον μετέπειτα διευθυντή μου πως σε 5 χρόνια αν μείνω εκεί θα έχω την θέση του.
Του οφείλω την αγάπη μου για την οδήγηση. Από μπόμπιρα, όταν ακόμη δεν φτάνανε τα πόδια μου στα πεντάλ, με έβαζε την θέση του οδηγού, έστριβα το τιμόνι, άλλαζα ταχύτητες και ένιωθα γίγαντας όταν κουμάνταρα το τεράστιο opel record με τον πειραγμένο κινητήρα. Αργότερα από τα 12, μας έπαιρνε με τον αδερφό μου και σε μια αλάνα για ώρες μας μάθαινε να οδηγούμε, μας έβαζε εμπόδια, μας ανάγκαζε σε περίπλοκους ελιγμούς μέχρι να ιδρώσουμε και να νιώσει ότι σεβόμαστε το τιμόνι και να ναι σίγουρος πως όταν θα μαστε μόνοι δεν θα κινδυνέψουμε.
Του οφείλω την αγάπη μου για τους υπολογιστές. Γιατί αν και συνήθως όταν ζητούσα κάτι μου λεγε όχι, όταν στην έκθεση της Θεσσαλονίκης μαγεύτηκα από τον spectrum -με τις γομολάστιχες αντί πληκτρολογίου-, μου δωσε την δυνατότητα μερικές μέρες μετά, να τον κρατάω στο χέρι μου και να ξεκινήσει η ομορφότερη εφηβεία που μπορώ να ευχηθώ για άλλον άνθρωπο.
Αυτή ήταν η περίοδος της ζωής μου που διαμόρφωσε τον τρόπο που σκέφτομαι μέχρι και σήμερα.
Μα πιο πολύ από όλα του οφείλω ο γεγονός πως δεν πιστεύω στο αδύνατο.
Ο πατέρας μου ήταν απόδειξη πως όλα μπορούν να συμβούν.
Μεγάλωσε στην πιο φτωχή γειτονιά της πόλης του, χωρίς μητέρα και με πατέρα μάλλον αλκοολικό. Δεν τέλειωσε ούτε το δημοτικό γιατί έπρεπε να κάνει ένα σωρό δουλειές ώστε να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του.
Παρόλα αυτά, κατάφερε και έμαθε ορθογραφία λύνοντας σταυρόλεξα και γέμισε το σπίτι με βιβλία για να καλύψει τα κενά του σχολείου που δεν πήγε. Βιβλία που ηταν η πρώτη μου παρέα και η τελευταία μου καταφυγή.
Κατάφερε από οικοδόμος να γίνει εργολάβος, να ανοίξει δική του επιχείρηση, να γίνει έμπορος, να συνεταιριστεί, να αντέξει την αποτυχία του συνεταιρισμού, να πάρει ρίσκα και να μεγαλώσει ξανά και ξανά τις δραστηριότητες του.
Κατάφερε στα 35 του να χει 2 πατέντες δικές του, να φτιάξει μια μικρή βιοτεχνία και τα προιόντα του να τα πουλάει σε όλη την Ελλάδα.
Κατάφερε να παλέψει με τα τεράστια επιτόκια δανεισμού εκείνης της εποχής, με το κράτος που μισούσε την επιχειρηματικότητα και ειδικά όσους ασχολούνται με την παραγωγή. Πολέμησε, κέρδισε μάχες και έχασε κάποιες.
Και μπορεί να μην έγινε εκατομμυριούχος αλλά μπόρεσε να τελειώσει την ζωή του έχοντας περισσότερα από όσα βρήκε όταν γεννήθηκε και κυρίως μπόρεσε να βοηθήσει ανθρώπους και να θεωρείται πως η ύπαρξή του είχε θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία που έζησε.
Δεν είναι μνημόσυνο το κείμενο, είναι μια σελίδα από ένα ημερολόγιο που δεν γράφτηκε ποτέ. Και ταυτόχρονα είναι μια δέσμευση πως, όσα έμαθα από αυτόν, πριν τελειώσω την δική μου ζωή θα τα χρησιμοποιήσω με τις μικρές μου δυνάμεις και εγώ για να βελτιώσω την ζωή των άλλων.
Ο θάνατος είναι διδακτικός, μας θυμίζει πως στην ζωή, αυτό που αξίζει δεν είναι τα χρήματα που θα βγάλουμε αλλά οι ζωές που αλλάξουμε.