Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

"Κι ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ"

Οικονομικά προβλήματα, απολύσεις, χωρισμοί, διαζύγια, ασθένειες, καβγάδες, στενοχώριες... Όλοι μας χρειάζεται -άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο- να παλέψουμε μαζί τους στη ζωή μας. Σε κάθε τέτοια μάχη θα μας βοηθήσουν πολλοί και πολλά, αλλά κυρίως το να έχουμε στο μυαλό μας ότι όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε, κάποια στιγμή θα περάσει. 

Το θυμάμαι γραμμένο ανορθόγραφα -διά χειρός Μποστ-, ζωγραφισμένο σε ένα πιάτο που διακοσμούσε έναν από τους τοίχους στο σπίτι μας. Όταν ήμουν μικρότερη, μου φαινόταν μάλλον αστείο και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς κανένα νόημα. Αργότερα έπιανα τον εαυτό μου να ανασύρει από τη μνήμη μου τη φράση αυτή κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν: «Κι αυτό θα περάσει...». Πόση πολλή αλήθεια μπορεί να κρύβει μία μόνο φράση! Και πόση πολλή δύναμη και αισιοδοξία μπορεί να μας δώσει!

Μία φράση µάς κάνει να νιώθουµε καλύτερα;
Το να σκεφτόμαστε ότι κι αυτό -το δυσάρεστο- που ζούμε τώρα θα περάσει είναι μια καλή πρόταση, γιατί μας βοηθάει να οραματιστούμε το μέλλον. Να σκεφτούμε, δηλαδή, ως εξής: Ζω μια κατάσταση δύσκολη, τραυματική, επικίνδυνη, αλλά σε λίγο καιρό θα έχει τελειώσει. Όλα θα έχουν περάσει. Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος είναι ένας πολύ καλός γιατρός. Το να σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο δεν σημαίνει ότι αγνοούμε αυτό που μας συμβαίνει, αλλά ότι καταφέρνουμε να μαλακώσουμε λίγο το έντονο συναίσθημα που νιώθουμε. Έτσι, με τη βοήθεια του χρόνου που περνάει, σε κάποιες περιπτώσεις η κατάσταση αλλάζει, βελτιώνεται, και σε άλλες εμείς οι ίδιοι τη συνηθίζουμε, την αποδεχόμαστε, βρίσκουμε λύσεις για να τη βελτιώσουμε κ.λπ. Βέβαιο είναι ότι καθώς περνάει ο καιρός τόσο τα δυσάρεστα βιώματα όσο και τα αρνητικά συναισθήματα απαλύνονται και από την άλλη πλευρά ότι κι εμείς οι ίδιοι, καθώς μεγαλώνουμε, γινόμαστε πιο υπομονετικοί και στωικοί για να τα αντιμετωπίζουμε καλύτερα, λόγω του ότι ωριμάζουμε. Κάποια δυσάρεστα συναισθήματα και αντιξοότητες της ζωής συνηθίζονται εύκολα, ενώ κάποια άλλα πιο δύσκολα. Αυτό έχει να κάνει με τη φύση της κατάστασης, την προσωπικότητα του ατόμου και το δίκτυο υποστήριξής του. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι να μην πέσουμε στην παγίδα να καθόμαστε άπραγοι και να περιμένουμε να περάσει αυτό που μας απασχολεί. Ας πάρουμε για παράδειγμα την οικονομική κρίση. Το ότι κάποτε θα λάβει τέλος είναι βέβαιο - άλλωστε, αυτό μας δείχνει η Ιστορία και η εμπειρία του παρελθόντος. Το να καθόμαστε όμως και να περιμένουμε να περάσει ίσως δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Πιθανώς θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε και κάτι σε σχέση με τα οικονομικά μας, όπως για παράδειγμα να μειώσουμε τα έξοδά μας ή να προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τα έσοδά μας. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες φορές, το να αφήνουμε τον χρόνο να κυλήσει παρατηρώντας απλώς τα πράγματα μπορεί να είναι από μόνο του ωφέλιμο. Γιατί; Επειδή ακόμα κι όταν ο χρόνος από μόνος του δεν είναι επαρκής γιατρός, είναι σίγουρα μια σημαντική παράμετρος για να νιώσουμε καλύτερα.

Κι η ασθένεια θα περάσει
Στην περίπτωση που κλονίζεται η υγεία μας, η αισιοδοξία και η πίστη ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί και το πρόβλημά μας θα αποτελέσει παρελθόν είναι σίγουρο ότι θα μας βοηθήσουν. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι δεν θα εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες στα θαύματα, παραμελώντας την ενδεδειγμένη θεραπεία. Άλλωστε, σίγουρα το πρόβλημα θα περάσει με τη μορφή που το βιώνουμε σήμερα, αλλά το πώς θα εξελιχθεί τελικά είναι κάτι που διαφέρει κατά περίπτωση.

Κι ο χωρισµός θα περάσει
Όταν η σχέση μας διαλυθεί, αρχικά θα νιώσουμε λύπη, μοναξιά, ακόμα και απόρριψη. Σίγουρα, όμως, θα βοηθηθούμε αν σκεφτούμε το παρελθόν και το πώς έχουμε ξεπεράσει αντίστοιχες καταστάσεις, που σίγουρα μας έχουν συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή μας, όπως και σε όλους τους ανθρώπους άλλωστε που έχουν ζήσει την απόρριψη ή/και το χωρισμό. Είναι χρήσιμο, δηλαδή, να ανατρέξουμε στις εμπειρίες μας και να θυμηθούμε ότι ο χωρισμός στην αρχή μας φαινόταν βουνό, αλλά αργότερα, καθώς αρχίσαμε να βγαίνουμε περισσότερο, να γνωρίζουμε νέους και ενδιαφέροντες ανθρώπους, να περνάμε καλά με τους φίλους μας, ο πόνος μειώθηκε, σιγά-σιγά ξεχάσαμε και τελικά νιώσαμε πολύ καλύτερα. Σίγουρα θα βοηθηθούμε αν σκεφτούμε ως εξής: «Το ξεπέρασα στο παρελθόν, άρα μπορώ να το ξεπεράσω και τώρα».

Πώς να στηρίξουµε τους άλλους
Όταν θέλουμε να στηρίξουμε έναν δικό μας άνθρωπο σε μια δύσκολη στιγμή του και να του θυμίσουμε ότι «κι αυτό θα περάσει», δεν θα βοηθήσει να τον κρίνουμε λέγοντάς του για παράδειγμα «κοίτα τα χειρότερα» ή «είσαι πολύ καιρό στενοχωρημένος». Αυτό που βοηθά είναι να τον στηρίξουμε, να τον ακούσουμε και να τον παροτρύνουμε να μιλήσει και να εκτονωθεί ή να τον προτρέψουμε να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού, αν βλέπουμε ότι το πένθος κρατάει πάρα πολύ και η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Από την άλλη, ίσως χρειάζεται να προσπαθήσουμε να προσφέρουμε κάποιες λύσεις για πρακτικά ζητήματα, όπως π.χ. να προτείνουμε μία οικιακή βοηθό στον άνδρα που, έχοντας χάσει τη γυναίκα του, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις καθημερινές δουλειές του νοικοκυριού του. Ή να τον βοηθήσουμε -όταν το έχει αποφασίσει ώριμα και όχι με θυμό- να αποχωριστεί τα πράγματα του ανθρώπου που έφυγε και να κρατήσει κάποια λίγα αναμνηστικά.

Ακόµα κι η απώλεια θα περάσει
Όπως συμβαίνει και με όλες τις στενοχώριες, έτσι και αυτή που προέρχεται από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου όσο περνάει ο καιρός μειώνεται. Άλλωστε, όλα τα συναισθήματα ξεθυμαίνουν με το χρόνο, αφού εξοικειωνόμαστε τόσο με τις καταστάσεις όσο και μαζί τους. Έτσι και στο πένθος τα δυσάρεστα συναισθήματα αμβλύνονται, γιατί σιγά-σιγά αποδεχόμαστε το γεγονός που δεν μπορεί να αλλάξει. Πολύς λόγος έχει κατά καιρούς γίνει για τα στάδια του πένθους, που είναι η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η θλίψη και τέλος η αποδοχή. Δεν είναι απαραίτητο όμως ότι θα περάσει κανείς ούτε από όλα ούτε και σίγουρα με αυτή τη σειρά. Το σημαντικότερο είναι πάντως να καταλήξει τελικά στην αποδοχή. Αν δεν καταφέρει να συμβιβαστεί με τα νέα δεδομένα, τότε χρειάζεται να αναζητήσει θεραπεία (μπορεί να έχει δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα, π.χ. μετατραυματική διαταραχή ή κατάθλιψη). Τα στάδια αυτά θεωρητικά κρατάνε περίπου 2 χρόνια και μετά το πέρας τους το πένθος έχει ολοκληρωθεί και το άτομο έχει επανέλθει στη λειτουργική του καθημερινότητα (δουλεύει, βγαίνει από το σπίτι, ενδιαφέρεται για την κοινωνική του ζωή κ.λπ.). Μπορεί κάποιος βέβαια να χρειαστεί λιγότερο ή περισσότερο καιρό. Όλα έχουν να κάνουν και με τις συνθήκες. Δηλαδή, είναι πιθανό να έχουν περάσει 2 χρόνια και κάποιος να συνεχίζει να πενθεί, αλλά αυτό να είναι μια φυσιολογική -ακόμα- διαδικασία. Είναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο να μπουν καλούπια, καθώς το πένθος και η βαρύτητά του έχουν να κάνουν και με το ποιο πρόσωπο έχασε κάποιος. Επιπλέον, πολλές φορές στην απώλεια ενός προσώπου, είτε πρόκειται για θάνατο είτε για χωρισμό, μπορεί να υπάρχουν και αντικειμενικές δυσκολίες που να δυσχεραίνουν την κατάσταση και να μην αφήνουν το άτομο που υποφέρει να βγει από το πένθος και να νιώσει καλύτερα. Για παράδειγμα, ένας άνδρας που στα 70 του χρόνια χάνει την επί 40 έτη σύντροφό του, εκτός από τη στενοχώρια και την απώλεια έχει να αντιμετωπίσει και την άγνωστη πιθανώς γι’ αυτόν καθημερινότητα στο σπίτι, όπως π.χ. το μαγείρεμα, τα ψώνια, το καθάρισμα, το πλύσιμο...

Κι αν η στενοχώρια ξεπεραστεί πολύ γρήγορα;
Υπάρχουν πράγματι κάποιοι άνθρωποι που μας φαίνονται ότι δεν βιώνουν τη στενοχώρια, την απώλεια, τον χωρισμό... Άραγε κρύβεται κάποιο πρόβλημα; Η απάντηση των ειδικών είναι ότι εξαρτάται από το γιατί δεν βιώνουν αυτές τις δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις. Μήπως επειδή βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της άρνησης και δεν πιστεύουν ότι έχει συμβεί αυτό που θα τους στενοχωρούσε; Σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται να τους βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσουν τι συνέβη και στη συνέχεια να εκφράσουν τα όσα νιώθουν. Μήπως, ακόμη, είναι απλώς κλειστοί άνθρωποι και δεν μπορούν να εμπιστευτούν στους άλλους τα όσα αισθάνονται; Σε αυτή την περίπτωση, θα χρειαστεί να τους στηρίξουμε και να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε να εκφραστούν, γιατί δεν είναι απίθανο αυτοί οι άνθρωποι που δεν είναι τόσο ανοιχτοί να εμφανίσουν τελικά κατάθλιψη λόγω αυτών που νιώθουν και δεν μπορούν να μοιραστούν με τους άλλους. Μήπως όμως από την άλλη πλευρά η στενοχώρια γι’ αυτούς δεν ήταν τόσο μεγάλη; Για παράδειγμα, επειδή χώρισαν με κάποιον για τον οποίο δεν έτρεφαν τελικά αισθήματα, οπότε και η διακοπή της σχέσης δεν τους στοίχισε όπως θα φανταζόμασταν; Ας μην ξεχνάμε βέβαια και την περίπτωση των ανθρώπων που ναι μεν στενοχωριούνται, αλλά είναι από τη φύση τους αισιόδοξοι, σκέφτονται θετικά και παλεύουν με τις δυσκολίες χωρίς να χάνουν την καλή τους διάθεση και την όρεξή τους για ζωή.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΜΕΤΑΞΥ 1950-1980

H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε...

Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή:

περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας.

Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε.

Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή...

Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί… Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.

Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση..
Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους»

Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε.. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα.. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.

Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ.
Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας : ) : D : P

Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.

Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...!!!!!!!!!!!

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ

Ευρωπαίοι μαθηματικοί απέδειξαν έπειτα από 40 χρόνια τη θεωρία περί της ύπαρξης του Θεού του Γκέντελ με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή
god
Βάρβογλης Χάρης - tovima.gr
Υπάρχει Θεός; Το ερώτημα αυτό απασχολεί τους φιλοσόφους και τους θεολόγους εδώ και δεκάδες αιώνες. Ξαφνικά πριν από λίγους μήνες εμφανίστηκε η είδηση ότι δύο ευρωπαίοι μαθηματικοί, χρησιμοποιώντας έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και τη σχετική θεωρία του αυστριακού μαθηματικού Κουρτ Γκέντελ, κατάφεραν να αποδείξουν μαθηματικά την ύπαρξη του Θεού! Το τι ακριβώς απέδειξαν και με ποιον τρόπο σχετίζεται άμεσα με την κατανόηση της Μαθηματικής Λογικής και των κανόνων που τη διέπουν.
Το θεώρημα του Θεού
Λίγο πριν από τον θάνατό του ο μεγάλος αυστριακός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ (Kurt Gödel) δημοσιοποίησε μια μαθηματική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού την οποία επεξεργαζόταν επί 30 χρόνια. Η απόδειξη αυτή βασίζεται στη σύγχρονη αξιωματική θεμελίωση των Μαθηματικών, η οποία με τη σειρά της αποτελεί συνέχεια της αρχαιοελληνικής μαθηματικής παράδοσης και της Γεωμετρίας του Ευκλείδη. Σε αυτόν τον τρόπο θεμελίωσης ξεκινάμε με τη διατύπωση αξιωμάτων, δηλαδή υποθέσεων που δεν αποδεικνύονται αλλά φαίνονται προφανείς. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των αξιωμάτων και της Μαθηματικής Λογικής, μπορούμε να αποδείξουμε θεωρήματα και να οικοδομήσουμε μια ολόκληρη θεωρία. Για παράδειγμα, ένα από τα πέντε αξιώματα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας είναι το ότι όλες οι ορθές γωνίες είναι ίσες μεταξύ τους. Ο Γκέντελ προσπάθησε να «αποδείξει» την ύπαρξη του Θεού ως ένα θεώρημα ξεκινώντας από ένα σύνολο πέντε αξιωμάτων που φαίνονται «προφανή» στο πλαίσιο της Μαθηματικής Λογικής.
Η «απόδειξη» αυτή φάνηκε εξαρχής ότι είχε δύο αδύνατα σημεία. Πρώτον, είναι άραγε τα αξιώματα όντως προφανή και, δεύτερον, είναι άραγε συμβατά μεταξύ τους ώστε να μην έχουν κρυφές ασυνέπειες; Για το πρώτο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, αφού τα αξιώματα στα Μαθηματικά μπορεί να φαίνονται «λογικά» αλλά κατά τα άλλα είναι αυθαίρετα, οπότε ο Θεός υπάρχει αν τα αξιώματα αυτά αληθεύουν. Το δεύτερο όμως αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας για πάνω από 40 χρόνια επειδή έπρεπε να αποδειχθεί ότι τα πέντε αυτά αξιώματα δεν περιέχουν κρυφές αντιφάσεις και άρα είναι αυτοσυνεπή.
Το κατόρθωμα των δύο ευρωπαίων μαθηματικών, του Γερμανού Κρίστοφ Μπεντζμίλερ (Christoph Benzmüller) και του Αυστριακού Μπρούνο Βολτσενλόγκελ Παλέο (Bruno Woltzenlogel Paleo), ήταν ότι κατάφεραν να αναπαραστήσουν τα αξιώματα του Γκέντελ και τους συλλογισμούς του με μαθηματικά σύμβολα. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια εξειδικευμένου λογισμικού που χειρίζεται έννοιες λογικής σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, μπόρεσαν αφενός μεν να διαπιστώσουν ότι τα αξιώματα δεν περιέχουν κρυφές αντιφάσεις και αφετέρου να επιβεβαιώσουν την απόδειξη του θεωρήματος.
Ιδέα με αρχαίες βάσεις
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πέρα από το καθαρά μαθηματικό μέρος, η βάση της απόδειξης του Γκέντελ περί της υπάρξεως του Θεού δεν ήταν εντελώς καινούργια αφού έμοιαζε με το επιχείρημα του άγγλου θεολόγου και φιλοσόφου του 11ου αιώνα Ανσέλμου του Καντέρμπουρι, το οποίο, με τη σειρά του, βασίζεται στη μέθοδο της «εις άτοπον απαγωγής» των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και μαθηματικών. Ο συλλογισμός του Ανσέλμου ήταν ο εξής:
1. Ο Θεός είναι η υπέρτατη ύπαρξη.
2. Η ιδέα του Θεού υπάρχει στη σκέψη μας.
3. Μια ύπαρξη που υπάρχει τόσο στη σκέψη όσο και στην πραγματικότητα είναι ανώτερη από μια ύπαρξη που υπάρχει μόνο στη σκέψη.
4. Αν ο Θεός υπήρχε μόνο στη σκέψη μας, τότε θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ιδέα μιας ανώτερης ύπαρξης η οποία υπάρχει και στην πραγματικότητα.
5. Αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε μια ύπαρξη ανώτερη από τον Θεό.
6. Αρα ο Θεός υπάρχει στην πραγματικότητα.
Η βασική συνεισφορά του Γκέντελ ήταν η μαθηματική περιγραφή του παραπάνω συλλογισμού και ειδικά των σημείων 3 και 4. Εκεί χρησιμοποίησε την έννοια της πιθανής αλήθειας μιας πρότασης, η οποία επεκτείνει την αριστοτελική λογική που δέχεται ότι μια πρόταση είναι είτε αληθής είτε ψευδής.
1+1 κάνουν 2;
Ο Γκέντελ έγινε διάσημος σε νεαρή ηλικία όταν διατύπωσε το περίφημο «θεώρημα της μη πληρότητας». Συνέπεια του θεωρήματος αυτού είναι ότι, στο πλαίσιο της «Απλής Αριθμητικής» των ακεραίων αριθμών, η οποία βασίζεται σε αξιώματα όπως το γνωστό «1+1=2», υπάρχουν προτάσεις που δεν είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε αν αληθεύουν ή όχι βασιζόμενοι μόνο στα αξιώματα αυτά. Οι προτάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από μια αυτοαναφορά και το πιο γνωστό ανάλογό τους στο πλαίσιο της απλής λογικής είναι το παράδοξο του αρχαίου έλληνα φιλοσόφου Ευβουλίδη, σύμφωνα με το οποίο «αν κάποιος παραδεχθεί ότι ψεύδεται, αυτό που λέει είναι αλήθεια ή ψέμα;». Η πρόταση αυτή οδηγεί σε φαύλο κύκλο, αφού αν η πρόταση είναι αληθής συμπεραίνουμε ότι ο συνομιλητής μας ψεύδεται ενώ αν η πρόταση είναι ψευδής συμπεραίνουμε ότι ο συνομιλητής μας λέει την αλήθεια. Το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ είχε σοβαρότατες συνέπειες στη θεμελίωση των Μαθηματικών με βάση την αξιωματική μέθοδο, η οποία στη δεκαετία του 1920 φαινόταν ότι θα κατάφερνε να ενοποιήσει όλους τους κλάδους αυτής της επιστήμης σε ένα ενιαίο οικοδόμημα. Παράλληλα όμως υπήρξε ο λόγος που του προσφέρθηκε το 1940 μια θέση στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών του Πρίνστον, όπου και παρέμεινε ως καθηγητής ως τον θάνατό του το 1978. Η συνεισφορά του Γκέντελ στη θεμελίωση της Μαθηματικής Λογικής αναγνωρίστηκε επανειλημμένως, με σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου το βραβείο Αϊνστάιν του Ινστιτούτου που του απονεμήθηκε το 1951 από τον ίδιο τον Αϊνστάιν, ο οποίος ήταν συνάδελφός του σε αυτό το ίδρυμα και στενός φίλος του.
Οι συνθήκες θανάτου του Γκέντελ ήταν πολύ ασυνήθιστες και αποτέλεσαν την έμπνευση για το θεατρικό έργο «Δέκατη έβδομη νύχτα» του Απόστολου Δοξιάδη. Ο Γκέντελ έπασχε από έλκος του δωδεκαδακτύλου και ακολουθούσε, με δική του πρωτοβουλία, μια πολύ αυστηρή δίαιτα. Σιγά-σιγά άρχισε να πιστεύει ότι τον δηλητηριάζουν και κατέληξε να αρνείται να φάει το φαγητό του. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, θα έλεγε κανείς, αποτέλεσε το κορυφαίο λογικό παράδοξο υλοποιημένο - και όχι διατυπωμένο - από τον θεμελιωτή της Μαθηματικής Λογικής. Αν δεν έτρωγε, ήταν σίγουρο ότι ο Γκέντελ θα πέθαινε από ασιτία. Αν έτρωγε ίσως να πέθαινε από δηλητηρίαση - αλλά και ίσως όχι. Ο Γκέντελ, πέρα από κάθε λογική, διάλεξε ενσυνείδητα την πρώτη επιλογή - και πέθανε από ασιτία.
Ο κ. Χάρης Βάρβογλης είναι καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

O Σωκράτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στον δήμο Αλωπεκής, τη σημερινή Γαργαρέτα ή το Κυνοσαργες, το 469 π.Χ.Ήταν μακρινός απόγονος του Δαίδαλου, αλλά η οικογένεια του, χωρίς να είναι φτωχή, δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για την κοινωνική της θέση. Είναι χαρακτηριστικά για τη φιλοσοφική του μοίρα και την αφοσίωση του στην ηθική τα σχετικά με την αρετή και τη σωφροσύνη ονόματα των γονιών του, Σωφρονίσκου και Φαιναρέτης, καθώς και τα επαγγέλματα τους. O πατέρας του ήταν λιθοξόος («λιθουργός»), δούλευε το μάρμαρο, το πιο σκληρό και ανθεκτικό υλικό, και το έπλαθε όπως ήθελε, και η μητέρα του «μαία», έφερνε στο φως τη ζωή ύστερα από πολλές ωδίνες.
Δεν είναι ίσως τυχαίο που ο Σωκράτης επιδόθηκε στην καλλιέργεια της ψυχής και τη σμίλευση της αρετής στις σκληρές ψυχές των συμπολιτών του, στην προσπάθεια του να βελτιώσει ηθικά τον άνθρωπο. Και χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την τόσο πρόσφορη για τη ανάδυση της φιλοσοφικής γνώσης μέσα από την ψυχή τού νέου κυρίως ανθρώπου «μαιευτική μέθοδο», φέρνοντας στο φως ό,τι καλύτερο είχε αυτός μέσα του. Και τούτο επειδή, όπως φέρεται να λέει ειρωνικά στον διάλογο Θεαίτητος, στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί γιατί υποβάλλει ερωτήσεις στους άλλους, χωρίς ο ίδιος να απαντά, ο θεός τον αναγκάζει να εκμαιεύει αλλά του απαγορεύει να γεννά, όντας «άγονος σοφίας». O Σωκράτης έλαβε σύζυγο την Ξανθίππη, γνωστή από τις παροιμιώδεις εκρήξεις της απέναντι σ’ ένα φιλόσοφο χαμένο στον κόσμο του, εκρήξεις ωστόσο που τον γύμναζαν επαρκώς για την αντιμετώπιση ισχυρογνωμόνων συνομιλητών του (Διογένης Il 37)· Όλες σχεδόν οι σχετικές με τον Σωκράτη πηγές περιγράφουν την Ξανθίππη ως σκληρή γυναίκα και με έλλειψη κατανόησης για την αποστολή του συζύγου της. Είχε ενδεχομένως παντρευτεί ο Σωκράτης σε πρώτο ή δεύτερο γάμο και τη Μυρτώ, κόρη του δίκαιου Αριστείδη. Από την Ξανθίππη απέκτησε τρεις γιους, τον Λαμπροκλή, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. O Σωκράτης μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του για κάμποσο διάστημα και λέγεται ότι σμίλεψε το σύμπλεγμα των Χαρίτων που κοσμούσε την είσοδο της Ακρόπολης παρουσιάζοντας τις μάλιστα ντυμένες και όχι, όπως συνήθως, ημίγυμνες.
Ο Ηλίας Αγγελόπουλος (1933) διακρίνει στη ζωή του Σωκράτη τέσσερις ευδιάκριτες φάσεις: τα χρόνια της μαθητείας του έως το 449. την περίοδο από το 449 μέχρι το 43ο, όταν ασκούσε την τέχνη της γλυπτικής, όπως ο πατέρας του, το διάστημα από το 43ο μέχρι το 420, που δίδασκε ως σοφιστής αστρονομία και ρητορική – για το οποίο κάνει λόγο ο Αριστοφάνης (Νεφέλαι)-, και τη μετά το 420 εποχή, που ζούσε ως ο φιλόσοφος που γνωρίζουμε και μας περιγράφει ο Πλάτωνας, ο οποίος γνώρισε τον Σωκράτη όταν ο ίδιος ήταν είκοσι ετών. Για την άποψη αυτή εκφράζει επιφυλάξεις ο Jean Brun, με την πεποίθηση ότι αυτή η περιοδολόγηση εξυπηρετεί την ερμηνεία του Αγγελόπουλου σχετικά με την καλοπιστία του Αριστοφάνη.
Οπωσδήποτε, πρέπει ο Σωκράτης να συναναστράφηκε τους γνωστούς τότε σοφιστές, οι σημαντικότεροι από τους οποίους εμφανίζονται ως συνομιλητές του σε πολλούς πλατωνικούς διάλογους, και για τους οποίους εκεί, με τη γνωστή ειρωνεία του, μιλά κάποτε πολύ κολακευτικά. Του αποδίδεται ακόμη δεινότητα στη ρητορική, σύμφωνα και με τους υπαινιγμούς του Αριστοφάνη ότι ήταν μάστορας στο να κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο, και υπάρχει πληροφορία από τον Ξενοφώντα ότι εμποδίστηκε από τους Τριάκοντα τύραννους να διδάσκει την τέχνη των λόγων.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, στο πλαίσιο του «ελληνικού διαφωτισμού» του 5ου αιώνα και της πνευματικής έκρηξης της Αθήνας της εποχής του, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε στη φιλοσοφία. Λέγεται ότι μελετούσε τα συγγράμματα των φιλοσόφων της φύσεως, που έμελλαν αργότερα να αποκληθούν «προσωκρατικοί». Του έδωσε μάλιστα ο Ευριπίδης, με τον οποίο λέγεται ότι συνεργαζόταν στις τραγωδίες και τον επηρέαζε, όπως μας λέει ο Διογένης ο Λαέρτιος, το σύγγραμμα του Ηρακλείτου και, όταν τον ρώτησε πώς του φάνηκε, αυτός απάντησε: «όσα κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω δε και αυτά που δεν κατάλαβα. Χρειάζεται ωστόσο [το σύγγραμμα] κάποιο κολυμβητή από τη Δήλο». Λέγεται ακόμη ότι μαθήτευσε στον φίλο του Περικλή και φιλόσοφο του «νου» Αναξαγόρα, ο οποίος θα είχε παρόμοια με του Σωκράτη τύχη – δικάστηκε κι αυτός γι’ ασέβεια γιατί θεωρούσε τον ήλιο «διάπυρο μύδρο» – αν δεν υπήρχε ο Περικλής. Και μετά την καταδίκη τού Αναξαγόρα, λέγεται ότι μαθήτευσε στον μαθητή του φυσικό φιλόσοφο Αρχέλαο. Χρήσιμα από την άποψη αυτή είναι όσα φέρεται να μας λέει ο Σωκράτης στον διάλογο Φαίδων, έργο της ωριμότητας του Πλάτωνα, μετά το πρώτο ταξίδι του στην Κάτω Ιταλία.
Συζητώντας στον διάλογο αυτό με τον Κέβητα, εις επήκοον των λοιπών μαθητών του που είχαν έρθει στο δεσμωτήριο να τον συντροφεύσουν κατά την τελευταία μέρα της ζωής του και να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές, προβληματίζεται ο Σωκράτης σχετικά με την αιτία της γενέσεως και της φθοράς και αρχίζει μια μακρά εξιστόρηση των παθημάτων του: Όταν ήταν νέος, λέει, διακατεχόταν από την επιθυμία να αποκτήσει τη σοφία που ονομάζουν «περί φύσεως ιστορίαν». Του φαινόταν πολύ σπουδαίο να γνωρίσει τις αιτίες των πραγμάτων, δηλαδή γιατί κάτι γεννιέται και χάνεται και γιατί υπάρχει. Τον απασχολούσαν τα ερωτήματα: Αποτελεί τάχα αιτία το θερμό και το ψυχρό για τη γένεση των ζώων; Αυτό που μας κάνει να σκεπτόμαστε είναι το αίμα, ο αέρας, η φωτιά ή ο εγκέφαλος; Όταν όμως έφτασε στο σημείο να αναζητήσει τις αιτίες της φθοράς, διαπίστωσε ότι για μια τέτοια διερεύνηση ήταν εντελώς «αφυής».
Το ίδιο του συνέβη και σχετικά με άλλες έρευνες, μέχρις ότου ξέχασε και αυτά που ήξερε και έφτασε στο συμπέρασμα ότι δεν γνώριζε τίποτα. Ώσπου ξαφνικά άκουσε κάποιον να διαβάζει σ’ ένα βιβλίο τού Αναξαγόρα ότι ο νους είναι εκείνος που θέτει τα πάντα σε τάξη και είναι αυτός αίτιος για όλα. Σκέφτηκε τότε ο Σωκράτης ότι ο νους θα έθετε κάθε πράγμα εκεί όπου ήταν το καλύτερο γι’ αυτό, και αυτό θα ισοδυναμούσε με την αιτία του να υπάρχει ή να μην υπάρχει κάτι. Αυτό έπρεπε να ερευνήσει. Ενθουσιάστηκε λοιπόν, γιατί πίστεψε ότι βρήκε στον Αναξαγόρα τον άνθρωπο που θα του δίδασκε την αιτία των όντων, δηλαδή τι είναι το καλύτερο για καθένα από αυτά και για όλα από κοινού, εφόσον δίδασκε ότι ο νους θέτει τα πάντα σε τάξη. Πήρε στα χέρια του το βιβλίο τού Αναξαγόρα και άρχιζε γρήγορα να το διαβάζει με την ελπίδα ότι θα έβρισκε εκεί κάποια τελεολογική ή ακόμη και δεοντολογική εξήγηση.
Π απογοήτευση του ήταν μεγάλη όταν, προχωρώντας στην ανάγνωση του, διαπίστωσε ότι διόλου δεν ανήγαγε αυτός στον νου τις επιμέρους αιτίες της τάξης των πραγμάτων, αλλά τις απέδιδε στους αέρηδες, στους αιθέρες και στα νερά και σε πολλά άλλα άτοπα.Έπαθε τότε ότι θα πάθαινε κάποιος που θα ισχυριζόταν ότι όσα πράττει ο Σωκράτης τα πράττει κατά τις επιταγές του νου του κι έπειτα θα άρχιζε να αραδιάζει διάφορες φυσιολογικής φύσεως εξηγήσεις. Και το ίδιο θα έκανε σχετικά με την τρέχουσα συζήτηση, αν κάποιος την απέδιδε σε φωνές και ακοές κλπ., και δεν ανέφερε τις αληθινές αιτίες, ότι δηλαδή, επειδή οι Αθηναίοι θεώρησαν καλύτερο να τον καταδικάσουν, γι’ αυτό και αυτός θεώρησε καλύτερο και δικαιότερο να μείνει εκεί που είναι και να υπομείνει την ποινή την οποία του επέβαλαν. Αλλιώς, τα πόδια του θα τον είχαν οδηγήσει στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία με την πεποίθηση ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο, αν δεν πίστευε ο ίδιος ότι είναι πιο ωραίο και πιο δίκαιο να υποστεί την ποινή που του επέβαλε η πόλη, αντί να δραπετεύσει καινά αυτοεξοριστεί.
Μπορεί η σωματική του συγκρότηση να αποτελεί αναγκαίο όρο για την απόφαση του, όχι όμως και επαρκή, δηλαδή την «επιλογή του αρίστου». Βρίσκει συνεπώς ότι ο Αναξαγόρας δεν ήταν σε θέση να αντιδιαστείλει το πραγματικό αίτιο από εκείνο χωρίς το οποίο το αίτιο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αίτιο. Κι αυτό συνέβαινε και με τους άλλους «φυσιολόγους». Άλλος (ο Εμπεδοκλής) θεωρεί αιτία σταθερότητας της γης τη «Δίνη», άλλοι (Αναξιμένης, Αναξαγόρας, Αρχέλαος) την παρομοιάζουν με σκάφη που στηρίζεται στον αέρα, χωρίς να ασχολούνται με το γιατί αυτή είναι η άριστη θέση ή έχει κάποια «δαιμόνια ισχύ», αλλά καταφεύγουν σε κάποιον Άτλαντα και όχι στην άποψη ότι το «αγαθόν και δέον» συνδέει και συνέχει τα πάντα. Έτσι, απογοητευμένος κατέφυγε ο Σωκράτης σε «δεύτερον πλουν». Σταμάτησε την έρευνα του στους φυσικούς φιλοσόφους και κατέφυγε στους «λόγους» για να ερευνήσει την αλήθεια των όντων: λαμβάνοντας, δηλαδή, ως βάση τη λογική αρχή που του φαίνεται πιο ρωμαλέα, να παραδέχεται ως αληθή όσα συμφωνούν με αυτή σχετικά με τα αίτια και όλα τα άλλα, διαφορετικά να τα απορρίπτει.
Η συνέχεια του διάλογου είναι καθαρά πλατωνική, όχι σωκρατική, με τη θεωρία των ιδεών και την αθανασία της ψυχής, αλλά το μακρό χωρίο που συνόψισα έρχεται να ενισχύσει τις μαρτυρίες ότι, πριν επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο, ο Σωκράτης «σπούδασε» τη λεγόμενη φιλοσοφία της φύσεως, σημειώνοντας, όπως λέγεται, και το τέλος της. Όπως διατείνεται ο Αριστοτέλης, «επί Σωκράτους» η ενασχόληση με τον ορισμό αυξήθηκε, «το δε ζητείν περί φύσεως έληξεν, προς δε την χρήσιμον αρετήν και την πολιτικήν απέκλιναν οι φιλοσοψούντες». Μας λέει ακόμη ότι ο Σωκράτης δεν πραγματεύτηκε τίποτε «περί όλης φύσεως» και ασχολήθηκε με την ηθική (Μετά τα φυσικά) O Ξενοφώντας ωστόσο παραδίδει ότι ο Σωκράτης συζήτησε και για τη θεϊκή πρόνοια, «καίτοι ασχολήθηκε στους διάλογους του μόνο με τα ηθικά», όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος ·
Ο ίδιος στην απολογία του δεν διεκδικεί καμιά σοφία περί τα «φυσικά» και τη ρητορική, τα οποία δεν δίδαξε ποτέ του, πολύ περισσότερο που με την κοινή έννοια δεν υπήρξε δάσκαλος κανενός. Και αποδίδει τη σχετική φήμη «στους πρώτους κατήγορους του», εννοώντας προφανώς τον Αριστοφάνη. Αν επιδόθηκε σε κάτι, παραδέχεται εκεί, αυτό ήταν «η ανθρωπινή σοφία» (2Od)1 λόγω της οποίας και «του βγήκε το όνομα». Πρώτος αυτός στράφηκε στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη ψυχή. Και, έχοντας αποφασίσει ότι η φυσική θεωρία δεν μας αφορά, «εφιλοσόφησε τα ηθικά επί τε των εργαστηρίων και εν τη αγορά». Έγινε δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, «ο φιλόσοφος του δρόμου». Στις συζητήσεις που έκανε με τους συμπολίτες του έδειχνε ιδιαίτερο πάθος και έκανε πράγματα για τα οποία τον καταφρονούσαν και τον περιγελούσαν, χωρίς όμως να καταφέρουν να τον κάνουν να θυμώσει ή να σταματήσει. Το «δαιμόνιο» του, αποτρεπτική θεϊκή φωνή που επενέβαινε σε στιγμές λήψης αποφάσεων, τον απέτρεπε απ’ οτιδήποτε θα εξέθετε το ήθος και τη μοναδικότητα του.
Ο Σωκράτης, ωστόσο, δοσμένος στην αποστολή του να «κάνει ηθικούς» τους συνόντες του, δεν παραμελούσε τη σωματική άσκηση και είχε αποκτήσει μεγάλη ευεξία, ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί με τα ίδια ρούχα όλες τις εποχές του έτους και μάλιστα ξυπόλυτος. Λόγω της λιτότητας της «δίαιτας» του, ήταν ο μόνος που δεν αρρώσταινε κατά τις επιδημίες. Και, παρότι άντεχε στο ποτό, κανείς δεν τον είχε δει ποτέ μεθυσμένο. Επιδιδόταν επίσης στην εκμάθηση της μουσικής και αγαπούσε τον χορό. Στο Δήλιο έσωσε τον Ξενοφώντα όταν έπεσε από το άλογο και κατά την υποχώρηση του στρατεύματος δεν το έβαλε στα πόδια, αλλά περπατούσε ήρεμα και ήταν συνεχώς έτοιμος να αμυνθεί σε κάθε ενδεχόμενη επίθεση. Και στην Ποτίδαια, όπως μαθαίνουμε και από τον Αλκιβιάδη στο πλατωνικό Συμπόσιο, παρέμεινε ένα μερόνυχτο άγρυπνος και ακίνητος, παραδομένος στους φιλοσοφικούς του στοχασμούς. Εκεί έσωσε τον Αλκιβιάδη, του παραχώρησε τα αριστεία και έγινε παράδειγμα φυσικής αντοχής και γενναιότητας.
Περιφρονούσε την πολυτέλεια και τον προσοδοφόρο επαγγελματισμό και αγωνιζόταν να αποδείξει ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω». Απέφευγε τα δημόσια αξιώματα αλλά, όταν ως «βουλευτής» βρέθηκε μεταξύ των «πρυτάνεων», έδειξε πρωτόφαντο θάρρος, αντιτάχθηκε στα πολιτικά πάθη της στιγμής και αντιστάθηκε στο λαϊκό αίτημα να δικαστούν αναπολόγητοι και όλοι μαζί οι δέκα στρατηγοί που δεν περισυνέλεξαν τα πτώματα κατά τη ναυμαχία των Αργινουσών, το 406 π.Χ., δίνοντας μόνος αυτός αθωωτική ψήφο. Αρνήθηκε επίσης να υπακούσει στους περί τον Κριτία Τριάκοντα τύραννους το 404 π.Χ., που τον διέταξαν να συλλάβει και να μεταφέρει από τη Σαλαμίνα στην Αθήνα τον πλούσιο αυτοεξόριστο Λέοντα το Σαλαμίνιο, για να δικαστεί ως αντικαθεστωτικός.
Ο Σωκράτης ωστόσο πρέπει να έγινε γρήγορα διάσημος στην πόλη του, εφόσον ήδη το 423 π.Χ. όταν ανέβασε ο Αριστοφάνης τις Νεφέλες ήταν ο κεντρικός ήρωας της κωμωδίας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι δεν κέρδισε ο Αριστοφάνης με την κωμωδία αυτή το πρώτο βραβείο, αλλά το τρίτο, γι’ αυτό και την ξαναδούλεψε ή την ξανανέβασε αργότερα, χωρίς όμως επιτυχία. Σήμαινε αυτό αποδοκιμασία του κοινού για την καρικατούρα του Σωκράτη ως μετεωρολόγου και σοφιστή; Οπωσδήποτε δεν πρέπει να βρήκε μεγάλη απήχηση η σάτιρα του, γιατί η δίωξη του από τους Αθηναίους έγινε ύστερα από 24 χρόνια, όταν η δημοκρατία είχε γίνει εξαιρετικά εύθραυστη και καχύποπτη. Είναι μάλιστα ενδεικτικό για το χιούμορ τού Σωκράτη το γεγονός ότι σε κάποια στιγμή που το κοινό αμφέβαλε αν το προσωπείο που φορούσε ο ηθοποιός που τον υποδυόταν ήταν επιτυχημένο, ο Σωκράτης σηκώθηκε όρθιος και έδειξε το πρόσωπο του στους θεατές. Και οπωσδήποτε δεν ήταν ένα όμορφο πρόσωπο. Σ’ αυτό όλες οι πηγές συμφωνούν, αλλά πολύ χαρακτηριστικά για το εσωτερικό του κάλλος, την ομορφιά της ψυχής του, είναι τα λόγια του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο, το αριστούργημα αυτό του παιδαγωγικού έρωτα, λόγια που αποτελούν αληθινό ύμνο για τον Σωκράτη.
Πρόκειται για ένα συμπόσιο που διηγείται ο γλύπτης Απολλόδωρος από το Φάληρο, όπως του το εξιστόρησε ο Αριστόδημος, θαυμαστής του Σωκράτη. To συμπόσιο οργάνωσε ο Αγάθωνας, τραγικός ποιητής, στο σπίτι του για να γιορτάσει τη βράβευση της πρώτης του τραγωδίας στα Λήναια του 4ΐ6· Στο συμπόσιο αυτό παραβρέθηκαν ο αδελφός του Πλάτωνα Γλαύκωνας, ο Αριστόδημος, ο Φαιδρός, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης, ο οποίος τους αποκάλυψε τι άκουσε για τον έρωτα από την ιέρεια και μάντισσα Διοτίμα από τη Μαντινεία. Αφού είχαν όλοι υμνήσει τον έρωτα και μόλις είχε τελειώσει τον λόγο του και ο Σωκράτης, καταφτάνει στο συμπόσιο καθυστερημένος και πιωμένος ο Αλκιβιάδης. Αυτός, αντί να εγκωμιάσει τον έρωτα, προτίθεται να επαινέσει τον Σωκράτη, λέγοντας μάλιστα «όλη την αλήθεια γι’ αυτόν». Δήλωσε επίσης ότι θα πλέξει το εγκώμιο του Σωκράτη με «εικόνες», δηλαδή με παρομοιώσεις, όχι για να τον γελοιοποιήσει, αλλά προς χάριν της αλήθειας. Λέει λοιπόν ότι ο Σωκράτης είναι ολόιδιος με τους σιληνούς που στήνουν στα μαρμαρογλυφεία με φλογέρες και αυλούς στα χέρια. Αυτούς, αν τους ανοίξουμε, λέει, βλέπουμε να έχουν μέσα τους αγάλματα θεών. Τονίζει ακόμη ότι μοιάζει ο Σωκράτης με τον σάτυρο Μαρσύα, γνωστό για τη μεγάλη ασχήμια του. Δεν είναι μόνο όμοιος με αυτόν στη μορφή, αλλά και στην ειρωνεία και την προκλητικότητα, λέει. O «ψιλός (πεζός) λόγος» του είναι συναρπαστικότερος από τη μελωδία του καλύτερου αυλού για άντρες, γυναίκες και παιδιά, και προπαντός για τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, που δεν μπορεί να αντισταθεί στη μαγεία του και κλείνει τ’ αφτιά του όπως θα έκανε με τις σειρήνες. Και συνεχίζει ο Αλκιβιάδης εγκωμιάζοντας τη σοφία του Σωκράτη, την εγκράτεια του, το να μην ενδίδει στο ποτό και τον έρωτα, την αντοχή του στο κρύο και τις κακουχίες και την ανδρεία του. Κανείς, ούτε από τους παλαιούς, όπως ο Αχιλλέας, ούτε από τους νεότερους, όπως ο Περικλής, δεν βρίσκεται όμοιος του στην «ατοπία», λέει, παρά μόνο οι σιληνοί και οι σάτυροι. Κι αυτό ισχύει περισσότερο όταν τον ακούει κανείς να μιλά: Στην αρχή τα λόγια του φαίνονται γελοία. Ντύνει με τέτοιες λέξεις και φράσεις τις κουβέντες του σαν να είναι ντυμένες με το δέρμα κάποιου προκλητικού σάτυρου. Μιλά για γαϊδάρους με σαμάρια, για χαλκείς και σκυτοτόμους και βυρσοδέψες και λέει τα ίδια και τα ίδια, έτσι που κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος θα μπορούσε να τον περιγελάσει. Όταν όμως τους δει ν’ ανοίγονται οι σιληνοί και μπει στο βάθος τους, πρώτα-πρώτα θα βρει να λόγια του από μόνα τους να έχουν νόημα κι έπειτα να είναι θεϊκότατα και να έχουν μέσα τους άπειρα αγάλματα αρετής, να αναφέρονται σε πλείστα πράγματα και μάλλον σε όλα εκείνα που προσήκει να εξετάζει καθένας που σκοπεύει να γίνει «καλός καγαθός».
O άσχημος λοιπόν Σωκράτης εμπνέει δέος και μαγεύει τους εταίρους του με το εσωτερικό του κάλλος. O Pierre Hadot σημειώνει στην αρχή του βιβλίου του Σωκράτους εγκώμιον ότι «η ιδανική μορφή του Σωκράτη, όπως την παρέστησε ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, όπως επίσης την προσέλαβαν δύο μεγάλοι σωκρατικοί, ο Kierkegaard και ο Nietzsche είναι αυτή που έχει παίξει ιδρυτικό ρόλο στη δυτική μας παράδοση, και μάλιστα στη γέννηση της σύγχρονης σκέψης».
Αυτή ήταν πολύ συνοπτικά η ζωή και η νοοτροπία του Σωκράτη. Όπως συνέβη και στην εποχή μας με την περίπτωση του κορυφαίου και αινιγματικού Ludwig Wittgenstein, η ζωή του, η προσωπικότητα και η νοοτροπία του εντυπωσιάζουν και αυτούς ακόμη που δεν γνωρίζουν ή δεν εννοούν επαρκώς τη φιλοσοφία του. Όπως και ο Wittgenstein, έτσι και ο Σωκράτης ζούσε την ηθική, την κουβέντιαζε και την έκανε πράξη παρά την έγραφε. Γιατί, όπως έλεγε στη διάλεξη του για την ηθική, ένα βιβλίο για την ηθική, αν ήταν ένα πραγματικό βιβλίο για την ηθική, σαν μια έκρηξη θα ξεπέρναγε όλα τα βιβλία του κόσμου.
Για την ηθική ο Wittgenstein έλεγε ότι μπορεί κανείς να μιλά μόνο σε πρώτο πρόσωπο. Και δεν έγραψε σχεδόν τίποτα για την ηθική, εκτός από τη διάλεξη και κάποιους αφορισμούς, αλλά τη βίωσε, την έκανε πράξη και την άφησε στη σιωπή, ενώ ο Σωκράτης την εμπιστεύτηκε τουλάχιστον στον προφορικό λόγο.
Γιατί όμως ο Σωκράτης, αυτός που μας περιέγραψε ο Αλκιβιάδης, θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνος και αξιώθηκε το τέλος που καθαγίασε τη ζωή του; Όπως τον θέλει ο Πλάτωνας να λέει στην Απολογία Σωκράτους – κι αυτό το κείμενο δεν πρέπει να είναι μη αυθεντικό, γιατί απευθυνόταν σε ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα και ήταν παρόντες στη δίκη – αυτός ο ίδιος δεν έκανε τίποτα το μεμπτό ή το αξιοπερίεργο, ώστε να του βγει το όνομα και να αρχίσουν οι εναντίον του διαβολές ότι τάχα «κάποιος Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, ερευνά τα επουράνια και αναζητεί όσα είναι κάτω από τη γη και κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο» (Απολογία), εκτός ίσως από το ότι διέθετε «κάποιου είδους σοφία», μιαν «ανθρώπινη σοφία».
Είχε δηλαδή συνειδητοποιήσει ότι αυτός τουλάχιστον γνώριζε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Είναι αυτή η σοφία που προφανώς εννοούσε ο θεός των Δελφών όταν η Πυθία απαντούσε στο ερώτημα του Χαιρεφώντα «αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη» ότι «κανείς δεν ήταν σοφότερος από αυτόν». Έτσι τουλάχιστον άρχισε η περιπέτεια του. Όντας σε μεγάλη απορία, ν επειδή δεν είχε καμιά συνείδηση της σοφίας του, αλλά και δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ψεύδεται ο θεός, άρχισε να αναζητεί κάποιο σοφότερο του, πρώτα ανάμεσα στους πολιτικούς κι έπειτα στους ποιητές και τους δημιουργούς που θεωρούνταν σοφοί και να τους εξετάζει για να διαπιστώσει τελικά ότι δεν ήταν σοφοί στην πραγματικότητα, ενώ αυτός οπωσδήποτε δεν ήταν σοφός, αλλά είχε τουλάχιστον επίγνωση ότι «ουδέν οίδε», ότι «η σοφία του δεν άξιζε τίποτα».
Στην αναζήτηση αυτή αφιέρωσε τη ζωή του ως υπηρεσία στον θεό κι έτσι δημιούργησε μοιραίες εχθρότητες. Ακολουθούμενος μάλιστα από νέους, οι οποίοι μιμούνταν κατά χονδροειδή τρόπο την ελεγκτική του μέθοδο, απόδειχνε τους δοκησίσοφους ανεπαρκείς ηθικά και διανοητικά, όχι τόσο γιατί δεν γνώριζαν τίποτα, αλλά γιατί διεκδικούσαν σοφία των πιο σοβαρών πραγμάτων.
Έτσι, ασκώντας τον περίφημο σωκρατικό έλεγχο, έδειχνε «όσους μεγαλοφρονούσαν για τον εαυτό τους ότι ήταν ανόητοι», λ.χ. πρώτα τον πολιτικό και δημιουργό Άνυτο, έπειτα τον ποιητή Μέλητο και τέλος τον δημαγωγό και ρήτορα Λύκωνα. Αυτούς λοιπόν κατάφερε να τους εξοργίσει, με αποτέλεσμα να τον κατηγορήσουν για ασέβεια, εισαγωγή δηλαδή νέων θεοτήτων-όπως ίσως το περιβόητο «δαιμόνιο» του- και διαφθορά των νέων, και να τον σύρουν στο δικαστήριο.
H κατηγορία, όπως διατυπώθηκε μάλλον από τον σοφιστή Πολυκράτη -στον οποίο οφείλεται και η παράδοση των «κατηγοριών» που ακολουθήθηκαν από σχετικές «απολογίες» του Σωκράτη – ή από τον Άνυτο και υποβλήθηκε ως «γραφή ασεβείας» μάλλον από το Μέλητο, ήταν: «Αδικεί ο Σωκράτης γιατί δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης και εισάγει καινούρια ‘δαιμόνια’ και επίσης ‘αδικεί’ γιατί διαφθείρει τους νέους» (Απολογία). O Λυσίας τού έγραψε μια απολογία, την οποία όμως δεν δέχτηκε να εκφωνήσει ο Σωκράτης, με το πρόσχημα ότι δεν του ταίριαζε. Ήταν μεν ωραίος λόγος, αλλά ήταν περισσότερο «δικανικός» παρά «εμφιλόσοφος». H κατηγορία για διαφθορά των νέων ήταν προέκταση της «γραφή ασεβείας», για την οποία κατηγορήθηκε ο Σωκράτης λόγω κυρίως της συχνής επίκλησης του στο «δαιμόνιο».
Σύμφωνα με το ψήφισμα του Διοπείθη, το 432 π.Χ., είχε εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου «να καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν στα θεία ή παρεκτρέπονται σε [ανόσιες] διδασκαλίες για τα ουράνια φαινόμενα».
Ο Σωκράτης δεν κατηγορήθηκε ακριβώς για αθεΐα, αλλά για διαφοροποίηση από τις κοινές θρησκευτικές αντιλήψεις και ασέβεια απέναντι στους θεούς της πόλης. To δήθεν αδίκημα για ηθική διαφθορά των νέων, προσηλυτισμό σε νέες ιδέες και συμπεριφορές, ίσως δεν οφειλόταν μόνο στο ότι αρκετοί «μαθητές» του αποδείχτηκαν εχθροί της δημοκρατίας, αλλά και σε προσωπικούς λόγους του Άνυτου. Όπως φέρεται να λέει ο Σωκράτης στην Απολογία Σωκράτους (29-31) του Ξενοφώντα, συναναστράφηκε κάποτε για λίγο τον γιο τού Άνυτου και του φάνηκε ότι δεν ήταν αδύναμος ψυχικά («άρρωστος»). Κατάλαβε λοιπόν ότι αυτός δεν θα έστεργε ποτέ να παραμείνει στον δουλοπρεπή τρόπο ζωής για τον οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, θέλοντας να τον κάνει κι αυτόν βυρσοδέψη, και ότι, αν τον πίεζε να υπακούσει, θα είχε κακό τέλος. Αυτό συνέβη και ο Άνυτος, ο οποίος για ένα διάστημα είχε αυτοεξοριστεί στη Φυλή, δεν συγχώρησε τον Σωκράτη «που έβλεπε τον γιο του άξιο για κάτι καλύτερο», αλλά τον θεωρούσε υπεύθυνο για την τύχη του και θέλησε να τον εκδικηθεί, πείθοντας τον Μέλητο να καταθέσει σε βάρος του «γραφή ασεβείας».
Σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, μετά την κατάθεση της γραφής ασεβείας από τον Μέλητο στον «άρχοντα βασιλέα» και την κοινοποίηση των ονομάτων των συνηγόρων του, Άνυτου και Λύκωνα, και των μαρτύρων του, καθορίστηκε η ημερομηνία της διαδικασίας, επιδόθηκε η κλήση στον Σωκράτη και αυτός παρουσιάστηκε στον άρχοντα βασιλέα και έλαβε προθεσμία να συντάξει και να καταθέσει τη δική του «αντιγραφή» ή, αν θεωρούσε τη δίκη παράνομη, «παραγραφή», ορίζοντας τους μάρτυρες και συνηγόρους του. O Σωκράτης δεν έλαβε υπόψη του τίποτα απ’ όλα αυτά, κάνοντας φιλοσοφία όπως και πριν, για τούτο και επιπλήχθηκε από τον Ερμογένη, όπως διαβάζουμε στην ξενοφώντεια Απολογία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η απάντηση του Σωκράτη στο ερώτημα γιατί δεν ασχολείται με την απολογία του: «Δεν δίνω την εντύπωση ότι απολογούμαι μελετώντας να έχω ζήσει έτσι όπως έζησα, δηλαδή να μην έχω κάνει τίποτα το άδικο σ’ όλη μου τη ζωή; Γιατί νομίζω ότι αυτή ακριβώς η μελέτη αποτελεί την ωραιότερη απολογία». Καίτοι έχει επίγνωση του κίνδυνου, αποδίδει ακόμη τη μη ενασχόληση του με την απολογία του σε αποτροπή του δαιμονίου του (Απολογία)·
Έτσι, μετά το πέρας της ανακριτικής διαδικασίας που έγινε ερήμην του Σωκράτη, η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο της Ηλιαίας, στο οποίο, όπως είναι γνωστό, χρέη δικαστών έκαναν 500 Αθηναίοι πολίτες που κληρώνονταν κάθε χρόνο από 6.οοο νομιμόφρονες Αθηναίους άνω των τριάντα ετών, κατανέμονταν σε δέκα τμήματα και έδιναν το νενομισμένο όρκο. Κάθε φορά η κλήρωση γινόταν την τελευταία στιγμή, δεν αιτιολογούταν η μυστική ψήφος και η απόφαση δεν επιδεχόταν προσβολή σε ανώτερο δικαστήριο. Όπως διευκρινίζει ο Κώστας Μπέης, «οι διάδικοι, ιδίως ο κατηγορούμενος, είχαν απεριόριστη ελευθερία λόγου, μέσα στον ίσο χρόνο (καθένας τρεις περίπου ώρες) που τους παρείχετο με μέτρο την κλεψύδρα» 093-4)- H δίκη τελείωνε αυθημερόν.
Στην περίπτωση της δίκης του Σωκράτη, πρώτος έλαβε τον λόγο ο Μέλητος και στη συνέχεια οι συνήγοροι του, Άνυτος και Λύκωνας, καθώς και οι μάρτυρες τους, τους οποίους ο Σωκράτης κατηγόρησε για ψευδορκία. Σχετικά με συνηγόρους και μάρτυρες του Σωκράτη δεν έχουμε στοιχεία, εκτός του ότι ο αδελφός του Χαιρεφώντα επιβεβαίωσε στο δικαστήριο τα του χρησμού του μαντείου (21a). H απολογία του Σωκράτη έχει δύο ή μάλλον τρία σκέλη: την πρώτη και κύρια απολογία, μετά το πέρας της οποίας οι δικαστές αποσύρθηκαν για να λάβουν απόφαση· τη δευτερολογία του, με τις προτάσεις για την ποινή εκ μέρους του κατηγορουμένου, τις οποίες, εφόσον η απόφαση ήταν καταδικαστική, το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να δεχτεί και ανάγονταν σε εξορία ή σε χρηματικό πρόστιμο· και τέλος τον λόγο-αποχαιρετισμό του προς τους δικαστές που τον καταδίκασαν και σε αυτούς που τον αθώωσαν.
Ας δούμε τώρα πολύ συνοπτικά πώς ο Σωκράτης αντέκρουσε τις συγκεκριμένες κατηγορίες και πώς πολιτεύτηκε κατά τη διαβόητη αυτή δίκη, έχοντας ήδη εκθέσει με βάση και την Απολογία τα του βίου του, γιατί ουσιαστικά η απολογία του, όπως φαίνεται να λέει και στην Απολογία του Ξενοφώντα, ήταν η ίδια η ζωή του. Μετά το κατηγορητήριο του Μέλητου λαμβάνει τον λόγο ο Σωκράτης. Με τη συνηθισμένη ειρωνεία του παρατηρεί ότι τόσο πειστικά, καίτοι μη αληθινά, ήταν τα λόγια του κατηγόρου του, που προς στιγμήν ξέχασε και αυτός ο ίδιος ποιος ήταν.
Δεν έπρεπε όμως να φοβούνται οι δικαστές μήπως ξεγελαστούν και από τα δικά του λόγια, γιατί αυτός δεν είναι ρήτορας και θα τους πει με τον δικό του απλό τρόπο όλη την αλήθεια. Δεν ταιριάζει στην ηλικία του, χωρίς μάλιστα να έχει ξαναπατήσει στο δικαστήριο, να κάνει τον ρήτορα. Συνηθισμένος στη διαλεκτική, κάνει και εκεί διάλογο με τον Μέλητο, κατά το έθιμο, χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτός απάντησε στην πραγματικότητα. Μοναδικό καθήκον των δικαστών θεωρεί ο Σωκράτης να προσέξουν αν «δίκαια λέγει».
Πρώτα απολογείται για όσα του καταμαρτύρησαν οι πρώτοι και πιο φοβεροί κατήγοροι του, οι οποίοι τον εμφάνισαν ως ένα σοφό που ασχολείται με τα μετέωρα και τα υποχθόνια, κάνει τον άδικο λόγο δίκαιο και, συνεπώς, δεν πιστεύει στους θεούς, υπονοώντας τον Αριστοφάνη. Διαβάζει το επίσημο κατηγορητήριο και εξηγεί ότι δεν περιφρονεί τη φυσική φιλοσοφία, απλώς δεν έχει ιδέα γι’ αυτήν. Επικαλείται μάλιστα τη μαρτυρία των παρευρισκομένων αν ποτέ έκανε λόγο για πράγματα αυτού του είδους, πολύ περισσότερο ως δάσκαλος. Στη συνέχεια εξηγεί πώς του βγήκε το κακό όνομα, ανατρέχοντας στον χρησμό του Χαιρεφώντα που αποδείχτηκε καθοριστικός για τη ζωή και τη μοιραία αποστολή του, γιατί με τον συνεχή έλεγχο αποκάλυπτε την άγνοια πολιτικών, ποιητών, μάντεων, τεχνιτών και άλλων που διεκδικούσαν επιστημονική γνώση, ενώ ο ίδιος είχε τουλάχιστον επίγνωση της άγνοιας του. Έτσι έγινε μισητός.
Ο Σωκράτης αρχίζει ουσιαστικά την απολογία του για τις συγκεκριμένες κατηγορίες με την απόκρουση της κατηγορίας για «διαφθορά» των νέων και απευθύνει ερωτήσεις στον Μέλητο ανάλογες με αυτές που βρίσκουμε στους διάλογους του: Στο ερώτημα ποιος κάνει καλό στους νέους, ο Μέλητος απαντά ότι αυτό το κάνουν όλοι οι Αθηναίοι, δικαστές, βουλευτές και πολίτες, ώστε να προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας μόνο άνθρωπος, δηλαδή ο Σωκράτης, είναι αυτός που τους κάνει κακό. Αυτό δείχνει κατά τον Σωκράτη ότι ο Μέλητος ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με την παιδεία των νέων. Στη συνέχεια ο Σωκράτης καταφεύγει στην ηθική αρχή του «ουδείς εκών κακός» και ρωτά τον Μέλητο αν αυτός διαφθείρει τους νέους θεληματικά (εκών). Στην καταφατική απάντηση του Μέλητου ο Σωκράτης προσποιείται με τη συνήθη ειρωνεία του ότι αγανακτεί με τον εαυτό του γιατί, γέρος άνθρωπος, δεν το είχε καταλάβει αυτό και πίστευε ότι κανείς δεν είναι κακός με τη θέληση του αλλά επειδή δεν ξέρει ότι κάτι είναι κακό. Γιατί αν το είχε καταλάβει θα περίμενε, κάνοντας τους «συνόντες» του κακούς, να πάθει κακό από αυτούς και ο ίδιος.
Την άποψη του Μέλητου κανείς βέβαια δεν την πιστεύει γιατί, έστω κι αν παραδεχτούμε ότι κάνει κάποιος κακό, αυτό το κάνει ακούσια. Συνεπώς ο Μέλητος είχε υποχρέωση να τον διαφωτίσει, γιατί τότε δεν θα το ξανάκανε, και όχι να τον σέρνει στα δικαστήρια. Υπάρχει νόμος να εισάγει κάποιος στα δικαστήρια αυτούς που έχουν ανάγκη τιμωρίας, αλλά όχι και αυτούς που έχουν ανάγκη μάθησης.
Σχετικά με την κατηγορία της ασέβειας ρωτά ο Σωκράτης τον Μέλητο πως εννοεί ότι διαφθείρει τους νέους. Μήπως, κατά τη γραφή ασεβείας που υπέβαλε, τους κάνει να μην πιστεύουν στους θεούς της πόλης τους, αλλά σε «καινά δαιμόνια»; Γιατί αν ο Μέλητος εννοεί ότι ο Σωκράτης πιστεύει σε θεούς, δεν είναι άθεος και συνεπώς δεν πρέπει να δικαστεί, αν εννοεί απλώς ότι δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, εννοεί ότι υπάρχουν και άλλοι θεοί άγνωστοι στην πόλη, ή ότι γενικά δεν πιστεύει σε θεούς; O Μέλητος απαντά πως εννοεί ότι ο Σωκράτης δεν πιστεύει σε κανένα θεό. O Σωκράτης διαμαρτύρεται γιατί θεωρεί όπως και οι άλλοι θεούς τον ήλιο και τη σελήνη, πράγμα που αρνείται 1 ο Μέλητος, προφανώς συγχέοντας τον Σωκράτη με τον Αναξαγόρα, του οποίου το βιβλίο στην ορχήστρα στοιχίζει μόνο μια δραχμή. Έτσι όμως ο ανόητος Μέλητος πέφτει σε αντιφάσεις και λέει τα αντίθετα από τη «γραφή» του, ότι δηλαδή ο Σωκράτης και πιστεύει και δεν πιστεύει σε θεούς και προσπαθεί να τον βγάλει άθεο. Επικαλούμενος την καλοπιστία και τη νοημοσύνη των δικαστών, ρωτά πώς είναι δυνατό να πιστεύει κάποιος σε θεϊκά πράγματα και όχι σε θεούς. Γιατί το κατηγορητήριο τον εμφανίζει να πιστεύει σε κάποιες θεότητες. O Μέλητος λοιπόν αντιφάσκει και δεν ξέρει τι λέει. Θεωρεί λοιπόν ο Σωκράτης ότι αυτά που είπε σχετικά με τη γραφή ασεβείας είναι αρκετά γιατί έδειξαν ότι δεν είναι ένοχος και συνεπώς δεν του χρειάζεται για το ζήτημα αυτό «πολλή απολογία».
Πιστεύει ωστόσο ότι η απέχθεια που έχει δημιουργήσει απέναντι σε πολλούς είναι πραγματική και νομίζει ότι, αν κάτι τον βλάψει, αυτό θα είναι η συκοφαντία και ο φθόνος και όχι ο Μέλητος και ο Άνυτος. Δεν ντρέπεται για την ασχολία (το «επιτήδευμα») που διάλεξε στη ζωή του, λόγω του οποίου κινδυνεύει να τη χάσει, γιατί θεωρεί απαράδεκτο να μη φροντίζει για τους άλλους από φόβο. Όπως δείχνει και η μεγάλη ποίηση, ο φόβος της ντροπής είναι μεγαλύτερος από τον φόβο του θανάτου και η ατιμία είναι χειρότερη από τον θάνατο. Πρέπει συνεπώς να μένει κανείς ακλόνητος εκεί που έχει ταχθεί από τον θεό, αλλιώς θα έδειχνε στην πράξη ότι δεν πιστεύει στους θεούς. O σοφός άνθρωπος δεν φοβάται τον θάνατο, έστω κι αν δεν ξέρει αν είναι κάτι καλό ή κακό. Γιατί η πιο επονείδιστη αμάθεια είναι να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει αυτά που δεν γνωρίζει. Σ’ αυτό έγκειται η διαφορά του Σωκράτη με τους άλλους ανθρώπους: εφόσον δεν γνωρίζει ικανοποιητικά τα σχετικά με τον Άδη, πιστεύει ότι δεν τα γνωρίζει, ενώ αντίθετα γνωρίζει ότι το να αδικεί και να απειθεί σε κάποιον καλύτερον απ’ αυτόν, είτε θεό είτε άνθρωπο, είναι κακό και αισχρό.
Ο Σωκράτης δηλώνει ότι δεν θα δεχτεί να αθωωθεί με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει τη φιλοσοφία, αλλά θα υποταχτεί στην εντολή του Θεού/Οσο υπάρχει και αναπνέει θα φιλοσοφεί και δεν θα πάψει να εξετάζει ανθρώπους, εκπληρώνοντας το θεϊκό πρόσταγμα. Και μάλιστα γιατί αυτή η υπηρεσία στον θεό αποτελεί την ύψιστη προσφορά του θεού στην πόλη. Και οφείλει να φροντίζει για την ψυχή των συμπολιτών του περισσότερο από τον εαυτό του και την απόκτηση χρημάτων (2od). Av τον αθωώσουν, λοιπόν, θα συνεχίσει να νοιάζεται για την αρετή των συμπολιτών του και αν τον θανατώσουν θα κάνουν κακό στον εαυτό τους και θα αμαρτήσουν απέναντι στον θεό. Δεν θα βρουν άλλον άνθρωπο ταγμένο από τον θεό στην πόλη και θα βυθιστούν και πάλι σε βαθύ ύπνο για όλη τους τη ζωή. O Σωκράτης σαφώς βλέπει τον εαυτό του ως δώρο του θεού στην πόλη, για να τους οδηγεί στην αρετή χωρίς καμιά υλική αμοιβή.
Τεκμήρια της ευσέβειας του θεωρεί ακόμη ο Σωκράτης το δαιμόνιο, τη θεϊκή φωνή μέσα του, τους χρησμούς που λαμβάνει και τα θεόσταλτα όνειρα, που δείχνουν ότι αυτός εκτελεί πράγματι το θέλημα του θεού. Και ότι δεν διαφθείρει ηθικά τους νέους είναι φανερό από το γεγονός ότι κανείς από αυτούς, ούτε οι γονείς και οι οικείοι τους δεν ήρθαν να μαρτυρήσουν εναντίον του, αλλά είναι παρόντες στη δίκη αρκετοί από αυτούς, πρόθυμοι να τον υπερασπιστούν.
Για την αθώωση του όμως δεν πρόκειται να παρακαλέσει. Ούτε έφερε εδώ τη γυναίκα και τα παιδιά του να το κάνουν, όχι από περιφρόνηση, αλλά από αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια και επίγνωση της αθωότητας του και των υπηρεσιών του στην πόλη και από το ότι βαδίζει με θάρρος προς τον θάνατο. Δεν επιτρέπει συνεπώς στον εαυτό του να διασυρθεί με «ελεεινά δράματα». Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η φήμη η δική του, των δικαστών και της πόλης. Δεν του ταιριάζει να εκλιπαρήσει, γιατί έχει κάποια ηλικία και όνομα και όλοι πιστεύουν ότι σε κάτι διαφέρει αυτός από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά δεν είναι και δίκαιο να θέλει να επηρεάσει τους δικαστές με παρακλήσεις να καταπατήσουν τον όρκο τους, γιατί τότε θα ήταν σαν να έδειχνε ότι δεν πιστεύει στους θεούς. Θέλει απλώς να τους διδάξει και να τους πείσει να διακρίνουν το δίκαιο από το άδικο. Και τελειώνει το κύριο μέρος της απολογίας του με μια θερμή ομολογία πίστης στους θεούς, αφήνοντας την κρίση στον θεό και τη συνείδηση των δικαστών.
Στο κύριο αυτό μέρος της απολογίας του ο Σωκράτης απέδειξε με διαλεκτικά επιχειρήματα και συνεχή υπόμνηση ότι είναι εντεταλμένος από τον θεό να φιλοσοφεί και ότι η κατηγορία ήταν αβάσιμη. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί την άσκηση της φιλοσοφίας θεόδοτη ήταν αρκετό για την υποστήριξη της πίστης του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πλέον σωκρατικός στωικός φιλόσοφος Επίκτητος συνάγει ένα ηθικό επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού από την ύπαρξη του αληθινού φιλοσόφου. Στη Διατριβή III, ίσως λόγω του τρόπου με τον οποίο έβλεπε ο Σωκράτης αλλά και αυτός ο ίδιος την αποστολή του, υποστηρίζει ότι ο θεός χρησιμοποιεί τον αληθινό φιλόσοφο προς τους «απαίδευτους» ως «διάκονον και μάρτυρα… ότι και εστί και καλώς διοικεί τα όλα και ουκ αμελεί των ανθρωπίνων πραγμάτων». Γιατί και αυτός, όπως και ο Σωκράτης, έβλεπε την άσκηση της φιλοσοφίας ως αποστολή του φιλοσόφου από τον θεό· Όταν λοιπόν κάποιος αισθάνεται ως απόστολος του θεού, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητεί την ύπαρξη του. Όπως εξάλλου υποστηρίζεται στον διάλογο Ευθύφρων, μέλημα του Σωκράτη ήταν η ηθικοποίηση της θρησκείας. Σαφώς λοιπόν η κατηγορία ήταν άδικη και σαφώς ο Σωκράτης απέδειξε την αθωότητα του. O τρόπος ωστόσο με τον οποίο το έκανε ήταν ίσως πολύ αλαζονικός και αρκετά προκλητικός για τους κοινούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα την καταδίκη του.
Πράγματι, οι δικαστές καταδίκασαν τον Σωκράτη σε θάνατο με μικρή σχετικά πλειοψηφία, με μόνο 28ο αρνητικές ψήφους προς 221 αθωωτικές. Όταν όμως του ζήτησαν να ορίσει την ποινή ή το πρόστιμο που μπορούσε να πληρώσει, εκείνος θεωρήθηκε ακόμη πιο προκλητικός. Όπως διαβάζουμε στη δευτερολογία του, δέχτηκε αρχικά με κατανόηση την απόφαση των δικαστών σαν να την περίμενε και εξεπλάγη για τη μικρή διαφορά των καταδικαστικών ψήφων από τις αθωωτικές, μολονότι βοήθησαν τον Μέλητο με τις αγορεύσεις τους ο Άνυτος και ο Λύκωνας. Απαριθμεί και πάλι το τι έχει κάνει για την πόλη του σε βάρος των προσωπικών συμφερόντων του και του εαυτού του και, αν είναι να αμειφθεί ανάλογα με τις υπηρεσίες του, δηλαδή «κατά την αξίαν», προτείνει να του διατεθεί ως σε ευεργέτη «δωρεάν σίτηση στο πρυτανείο» μαζί με τους Ολυμπιονίκες.
Το αίτημα αυτό φαίνεται τους τάραξε και τους εξόργισε και ο Σωκράτης αισθάνθηκε την ανάγκη να τους εξηγήσει γιατί αντιδρά έτσι: Δεν αδίκησε κανένα, αλλά μέσα σε μια μέρα δεν μπόρεσε φαίνεται να αποσείσει όλες τις εναντίον του συκοφαντίες. Δεν μπορεί όμως και να αδικήσει και να καταδικάσει τον εαυτό του. Για τούτο και δεν δέχεται να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο δεσμωτήριο, δούλος των εκάστοτε αρχόντων. Χρήματα δεν έχει και δεν στέργει να εξοριστεί, γιατί, αφού οι συμπατριώτες του δεν ανέχτηκαν την παρουσία του, πουθενά αλλού δεν θα είχε θέση. Εφόσον μάλιστα θα συνεχίσει να προσελκύει τους νέους στο φιλοσοφείν, θα εξοριστεί ξανά και θα περιφέρεται από πόλη σε πόλη. Από την άλλη μεριά, το να ζήσει ήσυχα, χωρίς να φιλοσοφεί, συνεπάγεται ανυπακοή στον θεό και μια ζωή εντελώς ανούσια που δεν αξίζει να βιωθεί. Av είχε χρήματα, λέει, θα δεχόταν το πρόστιμο που θα μπορούσε να καλύψει, αλλά αυτό που μπορεί να πληρώσει είναι μόνο το μηδαμινό ποσόν της μιας ασημένιας μνας. Οι φίλοι του όμως τον παρακαλούν να τους αφήσει να εγγυηθούν για τριάντα μνες. Δέχεται την προσφορά τους και προτείνει ως ποινή αυτό το ποσόν.
Ήταν και πάλι η αγέρωχη συμπεριφορά του Σωκράτη, η υπερηφάνεια του, η συνείδηση της θεϊκής αποστολής του και η επίκληση των υπηρεσιών που πρόσφερε στην πόλη, που με την προσθήκη άλλων 8ο καταδικαστικών ψήφων οδήγησαν στη θανατική καταδίκη του. H τελευταία αγόρευση του είναι συγκλονιστική. Απευθυνόμενος σ’ όσους τον καταδίκασαν τους προσφωνεί «άνδρες Αθηναίοι», γιατί θεωρεί ως δικαστές μόνο εκείνους που του έδωσαν αθωωτική ψήφο. Λέει χαρακτηριστικά στους πρώτους ότι, αν περίμεναν λίγο ακόμη, αναλογιζόμενοι την ηλικία του, δεν θα κινδύνευαν να κακολογηθούν ότι θανάτωσαν ένα σοφό άνθρωπο. Γιατί τώρα είναι αναμφισβήτητο ότι όλοι θα τον δουν έτσι.
Δεν του έλειψαν, ισχυρίζεται, τα επιχειρήματα, αλλά η ταπείνωση να ικετέψει και να εξευτελίσει τον εαυτό του. Ποτέ του όμως δεν έπραξε κάτι το «ανελευθερον» και συνεπώς δεν θα αξίωνε τον εαυτό του με μια απολογία σαν των άλλων απλώς για να γλιτώσει τον θάνατο. Αυτό που ήθελε πάντα ήταν να γλιτώσει την αδικία «που τρέχει πιο γρήγορα από τον θάνατο». Εγώ τώρα φεύγω, λέει, για τον θάνατο, αλλά εσείς καταδικάζεστε για αδικία και μοχθηρία. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ως μελλοθάνατος χρησμοδοτεί ακόμη σε όσους τον καταψήφισαν ότι αμέσως θα τιμωρηθούν σκληρά για την πράξη τους. Κάνουν λάθος αν πιστεύουν ότι θανατώνοντας ανθρώπους θα απαλλαγούν από τη μομφή ότι δεν ζουν ορθά, τώρα μάλιστα που φεύγει αυτός που συγκρατούσε τον κόσμο. Αντί να κλείνουν τα στόματα των κατήγορων τους έπρεπε να φροντίσουν να βελτιωθούν ηθικά.
Απ’ όσους τον αθώωσαν, τους πραγματικούς «δικαστές» του, ζητά να μείνουν ακόμη κοντά του ώσπου να κλείσει η διαδικασία, για να συζητήσουν μαζί του τη σημασία όλων όσα έγιναν. Τους αποκαλύπτει ότι την ημέρα εκείνη το δαιμόνιο του δεν τον απέτρεψε από τίποτα απ’ όσα είχε κατά νου να κάνει και έκανε, σαν να μην πήγαινε να συναντήσει κάποιο κακό, γιατί προφανώς ο θάνατος δεν είναι κακό, αλλά καλό. Με τον θάνατο ή έρχεται κανείς στην ανυπαρξία, ή, όπως λένε, γίνεται μετοίκηση της ψυχής. Av νεκρώνονται οι αισθήσεις, ο θάνατος θα είναι ύπνος και μάλιστα χωρίς όνειρα, που είναι ό,τι καλύτερο και κέρδος μέγα για τον καθένα. Αλλά και αν είναι ταξίδι της ψυχής σε άλλο κόσμο, είναι ακόμη μεγαλύτερο καλό, γιατί υπάρχει ελπίδα να συναντήσει κανείς εκεί καλούς ανθρώπους, και μάλιστα να τους υποβάλει σε ερωτήσεις, όπως εδώ, για να ελέγξει τη σοφία τους. Γι’ αυτό και οι «δικαστές» του πρέπει να έχουν καλές ελπίδες για τον θάνατο και να έχουν την πεποίθηση ότι ο καλός άνθρωπος ούτε στην εδώ ούτε στην άλλη ζωή παθαίνει τίποτα κακό. Και να πιστεύουν πως ό,τι συνέβη στον ίδιο ήταν «θέλημα του θεού», γιατί με τον θάνατο θα γλιτώσει από πολλά βάσανα. Γι’ αυτό και δεν τον απέτρεψε από τίποτα «το σημείον». Δηλώνει ακόμη ότι δεν αγανακτεί με όσους τον καταψήφισαν καίτοι πρόθεση τους ήταν να τον βλάψουν, για το οποίο είναι αξιόμεμπτοι. Και απευθυνόμενος σ’ αυτούς ζητά να «τιμωρήσουν» τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, αν δεν νοιάζονται για την αρετή, όπως ακριβώς τους «τιμώρησε» και αυτός. Και να τους ονειδίσουν, αν πιστεύουν πως είναι κάτι ενώ δεν είναι, για να τους κάνουν να επιμεληθούν γι’ αυτά που πρέπει. Τότε θα κάνουν κάτι δίκαιο γι’ αυτόν και τα παιδιά του. Και τελειώνει την απολογία του βλέποντας ότι έφτασε πλέον η ώρα αυτός να φύγει («ώρα απιέναι») για να πεθάνει κι αυτοί για να ζήσουν. Ποιος πορεύεται στο καλύτερο, λέει, το ξέρει μόνο ο θεός.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να δώσω τα κύρια σημεία της Απολογίας Σωκράτους του Πλάτωνα, γιατί και μόνο αυτό το κείμενο να μας είχε σωθεί, θα ήταν αρκετό για να δείξει το μεγαλείο της ψυχής και του πνεύματος του Σωκράτη και να δικαιώσει τη φήμη του στους αιώνες. Μπορεί τα επιχειρήματα του να μην θεωρούνται απ’ όλους απρόσβλητα λογικά, μπορεί να βρίσκουν μερικοί τη συνείδηση αποστολής κάπως ξεπερασμένη, όμως το ασίγαστο πάθος για τη δικαιοσύνη, η μεγαλοψυχία, η πνευματική ρώμη και η εγκαρτέρηση αποτελούν μήνυμα εσαεί. Και δεν έχει υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη αναγνώριση της φιλοσοφίας ως λόγου ύπαρξης και δικαίωσης της ζωής, ούτε πιο φιλοσοφημένη αντιμετώπιση και αξιολόγηση του θανάτου. Και μόνο με την απολογία του ο Σωκράτης είναι απλά «μεγάλος».
Όπως είναι γνωστό, από τον διάλογο Κρίτων που διδαχτήκαμε στην τρυφερή μας ηλικία, ο Σωκράτης δεν δέχτηκε να φυγαδευτεί από τον Κρίτωνα για να γλιτώσει τον θάνατο, «πειθόμενος τω λόγω» (Κρίτων, όπως έλεγε, και γιατί θεωρούσε τον εαυτό του συννομοθέτη, εφόσον δεν ζήτησε έγκαιρα τη διόρθωση ή μεταβολή των νόμων, σύμφωνα με τη μεταξύ τους «ομολογία» (‘ξυνθήκη’/συμβόλαιο) και γιατί ιεραρχούσε την πατρίδα του ως το ιερότερο πράγμα στον κόσμο και τον ύψιστο σκοπό για να ζήσει ή να πεθάνει κανείς, λέγοντας: «από την μητέρα και τον πατέρα κι απ’ όλους τους άλλους προγόνους η πατρίδα είναι το τιμιότερο, αγιότερο, σπουδαιότερο και σε ανώτερη μοίρα πράγμα σύμφωνα και με τους θεούς και με τους νοήμονες ανθρώπους». Ακόμη και με την επίγνωση ότι οι νόμοι και η πατρίδα τον αδίκησαν, ο Σωκράτης δεν στέργει να ανταποδώσει την αδικία, γιατί αποτελεί πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα πεποίθηση του ότι «δεν πρέπει κανείς να ανταδικεί ούτε να βλάπτει κανένα άνθρωπο οτιδήποτε κι αν υποφέρει από αυτούς (Κρίτων 49C). Ούτε, τέλος, δέχτηκε να δραπετεύσει καινά εγκατασταθεί αλλού, γιατί ανέκαθεν τον ενθουσίαζε η πόλη περισσότερο απ’ ότι κάθε άλλο συμπολίτη του, ώστε η διαφυγή του θα αποτελούσε προδοσία.
Παρέμεινε λοιπόν οικειοθελώς ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο για ένα μήνα και πέρασε την τελευταία του μέρα αποχαιρετώντας νηφάλια την οικογένεια του και συζητώντας εποικοδομητικά με τους φίλους του για τη ζωή, την ψυχή και τον θάνατο, όπως διαβάζουμε στον πλατωνικό Φαίδωνα. Εκεί συνέθεσε κατά την παράδοση παιάνα στον θεό Απόλλωνα και μελοποίησε μύθους του Αισώπου, μέχρις ότου επέστρεψε η ιερή τριήρης από τη Δήλο. Γιατί κατά την απουσία της δεν επιτρέπονταν εκτελέσεις. Ζήτησε μάλιστα από τον Κρίτωνα να θυσιάσει έναν κόκορα στον Ασκληπιό, ίσως για να τον ευχαριστήσει που τον απάλλαξε από το βάρος της ζωής, η οποία γι’ αυτόν ως φιλόσοφο ήταν έτσι κι αλλιώς «μελέτη θανάτου», ήπιε ήρεμα και με απόλυτη αξιοπρέπεια το κώνειο και πέθανε το 399 π.Χ. σε ηλικία 70 ετών.
Θάνατος του Σωκράτη
Μπορεί οι Αθηναίοι να μετάνιωσαν αμέσως για την απόφαση τους, όπως μας βεβαιώνουν οι μαρτυρίες. Μπορεί να έκλεισαν τις παλαίστρες και τα γυμναστήρια, να τιμώρησαν τους κατήγορους του, με εξορία τον Άνυτο και τον Λύκωνα και με θάνατο τον Μέλητο, και να έστησαν στον Σωκράτη χάλκινο ανδριάντα στο Πομπείο, έργο του Λύσιππου. Όμως το στίγμα δεν εξαλείφεται εύκολα για μια Αθήνα, κοιτίδα της δημοκρατίας και σύμβολο της ελευθερίας του πνεύματος. Και όχι μόνο για την Αθήνα. H Claude Mosse τονίζοντας την ιστορική σημασία της δίκης και του θανάτου του Σωκράτη, παρατηρεί: «Ο θάνατος του Σωκράτη είναι ένα γεγονός που σημάδεψε την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. H εικόνα του Σωκράτη, που υπήρξε θύμα της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας αλλά και υπόδειγμα θάρρους και γαλήνης μπροστά στον θάνατο, έγινε ένα είδος συμβόλου και είκοσι πέντε αιώνες δεν αφαίρεσαν τίποτα από τον υποδειγματικό του χαρακτήρα». Και ο E. Barker τόνισε ότι το «μέγιστο μάθημα της ζωής του Σωκράτη ήταν ο θάνατος του». Τον Σωκράτη θυμήθηκε ο Αριστοτέλης, όταν τον κατηγόρησαν κι αυτόν οι Αθηναίοι, και κατέφυγε στη Χαλκίδα για να μην έχει την τύχη του.
Αυτά είναι λίγο πολύ τα σχετικά με τη ζωή και το τέλος του Σωκράτη γεγονότα, όπως κυρίως τα περιγράφει αντλώντας από την παράδοση ο Διογένης ο Λαέρτιος και όπως ευκαιριακά επιβεβαιώνονται από την Απολογία, τον Κρίτωνα και τον Φαίδωνα, καθώς και από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Για τα γεγονότα της ζωής, της δίκης και του θανάτου του Σωκράτη οι πηγές σε γενικές γραμμές συμφωνούν. Οι λόγοι της θανάτωσης του ωστόσο, καθώς και η στάση του απέναντι στον θάνατο, ερμηνεύτηκαν ποικιλότροπα. Και η απήχηση του θανάτου του υπήρξε έντονη σε μεγάλο μέρος της ιστορίας της μετέπειτα φιλοσοφίας.
 “Σωκράτης“ της Μυρτώς Δραγώνα-Μονάχου, από την σειρά Οι Μεγάλοι Έλληνες εκδόσεις SKY

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΠΕΡΙΟΔΙΕΣ

 Όπως όλοι γνωρίζουμε οι περιοδείες αποτελούν βασικό στοιχείο της μυητικής διαδικασίας. Τόσο στο βαθμό του μαθητού όσο και σε αυτόν του εταίρου, συμβολίζουν τη χρονική διάρκεια της εκπαίδευσης για το διαφωτισμό του εσωτερικού μας κόσμου. Μέσα από τις τρεις περιοδείες στο βαθμό του μαθητού μαθαίνουμε για την ανθρώπινη ύπαρξη, τις δυσκολίες και τα εμπόδια που πρόκειται να συναντήσουμε, τα οποία υποχωρούν με την ηθική ενέργεια που αποκτούμε και εφόσον επιμένουμε να βαδίζουμε στον δρόμο της αρετής. Εάν λοιπόν ο βαθμός του μαθητού μας διδάσκει τα πρώτα βήματα του ανθρώπου κατά την νηπιακή του ηλικία, τότε σαν φυσική συνέχεια μέσα από το βαθμού του εταίρου και τις πέντε περιοδείες του, καλούμαστε να αναπτύξουμε τις ψυχικές και διανοητικές μας δυνάμεις για να περάσουμε από το στάδιο του συλλαβισμού σε αυτό της γραφής και ανάγνωσης. Για την πραγματοποίηση της ανάπτυξης των δυνατοτήτων μας, κατά τη διάρκεια των πέντε περιοδειών χρησιμοποιούμε τα ανάλογα εργαλεία, σε συνδυασμό με τη γνώση των επιστημών και τεχνών που αποτελούν τα εμβλήματα του βαθμού του εταίρου.   
        Κατά την μύησή μας στο δεύτερο βαθμό, μας γνωστοποιούνται οι πέντε αισθήσεις οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, οι ελευθερίες τέχνες και τα ονόματα τεσσάρων σοφών τις αρχαιότητας. Όλα τοποθετημένα σε συμβολικά σημεία του ναού, Δύση – Μεσημβρία – Ανατολή και Βορρά αντίστοιχα, με το Φωτοβόλο Αστέρα πάνω από το θρόνο του Σ, έτσι ώστε να αποκτήσουν την ανάλογη συμβολική τους δύναμη, η οποία συνδυαζόμενη με τα αντίστοιχα εργαλεία θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση των πέντε περιοδειών του εταίρου.   
        Αν σκεφτούμε ότι ο Τ Ν εκτός από μια μικρογραφική αναπαράσταση του σύμπαντος είναι και μια αναπαράσταση ανθρώπου ξαπλωμένου ανάσκελα, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία των αντίστοιχων σημείων, αλλά και τον λόγο για τον οποίο γίνονται οι περιοδείες μέσα από αυτά. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη Δύση έχουμε τη γέννηση του πνευματικού ανθρώπινου οργανισμού, στο Βορρά τη Διάνοια του ανθρώπου που αποτελεί το μέσο με το οποίο η ψυχή μας που βρίσκεται στη Μεσημβρία αρχίζει να αποκτά μία εικόνα του εξωτερικού κόσμου, με αποτέλεσμα την πνευματική μας αναβάθμιση που συναντούμε στην Ανατολή.     

        Κατά την εκτέλεση της πρώτης περιοδείας από τη μεσημβρία, οι πέντε αισθήσεις αποτελούν τις ψυχικές μας δυνάμεις, οι οποίες συμβάλουν στην ανάπτυξή μας από τη νηπιακή ηλικία του μαθητού στην ανδρική ηλικία του εταίρου. Με τα εργαλεία που μας παρέχονται στην περιοδεία αυτή, καλούμαστε να τις κατεργαστούμε κατάλληλα προκειμένου να ανοικοδομήσουμε τον πνευματικό μας ναό. 
Με την σφύρα και τη σμίλη πρέπει να μετατρέψουμε τον ακατέργαστο όγκο σε έναν τέλειο κυβικό λίθο. Για να διορθώσουμε τα ελαττώματά μας παίρνουμε τις σοφές αποφάσεις με τη βοήθεια της σμίλης, για να της επεξεργαστούμε με την δραστική ενέργεια της σφύρας.   

        Αφού λοιπόν έχουμε κατασκευάσει τον κυβικό λίθο με την πρώτη περιοδεία, καλούμαστε τώρα να μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο θα σχεδιάσουμε το κτίσιμο του πνευματικού μας ναού. Για αυτό λοιπόν στην Δεύτερη περιοδεία η οποία ξεκινά από τον Βορρά, μαθαίνουμε για την επίδραση της αρχιτεκτονικής, μέσα στο τεκτονικό μας έργο με τους τρεις ρυθμούς που μας δίνονται, προκειμένου να ξεκινήσουμε την ανάπτυξη των διανοητικών μας δυνάμεων. Θα μπορούσαμε να το δούμε σαν φυσιολογική συνέχεια την προηγούμενης περιοδείας, και να σκεφτούμε ότι εφόσον έχουμε τα πνευματικά υλικά, καλούμαστε να τα δομήσουμε με την Σοφία την Ισχύ και το Κάλλος, οι οποίες  αντιστοιχούν στους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς Ιωνικό, Δωρικό και Κορινθιακό, προκειμένου με το τεκτονικό μας έργο να βοηθήσουμε την κοινωνία των ανθρώπων. Έτσι σαν πιο ιδανικά εργαλεία σε αυτό μας το έργο δεν θα μπορούσαν να είναι αλλά από τον Κανόνα και το Διαβήτη, τα οποία μπορούν με ακρίβεια να χαράζουν ευθείες και κύκλους. Και ενώ ο κανόνας αποτελεί το έμβλημα του ηθικού νόμου και άκαμπτου δικαίου, ο οποίος δεν μας επιτρέπει να εκτραπούμε, ο Διαβήτης με τον κύκλο που χαράζει οριοθετεί έναν περιορισμένο χώρο, του οποίου η ακτίνα είναι σχετική με το άνοιγμα των σκελών του. Έτσι έχουμε μία συμφιλίωση του απόλυτου με του σχετικού. 

        Στην προσπάθειά μας να ανοικοδομήσουμε το πνευματικό μας Ναό, έχουμε την ανάγκη να εξοπλιστούμε με τις τέχνες εκείνες οι οποίες θα μας διδάξουν το πώς θα αναπτύξουμε την ανθρώπινη διανόηση. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την Τρίτη περιοδεία η οποία αναφέρεται στη σπουδή έχοντας σαν εργαλεία το μοχλό και τον κανόνα, και σε συνδυασμό τις Ελευθερίες τέχνες, μας βοηθά στην ανάπτυξη των ψυχικών μας δυνάμεων. 
Γραμματική, Ρητορική και Λογική, προκειμένου να διατυπώνουμε σωστά το λόγο μας, να ενισχύσουμε την ευφράδεια μας έτσι ώστε να εφιστούμε την προσοχή των ακροατών μας, αποκτώντας ο λόγος μας ορθότητα και ειρμό. Αριθμητική, Γεωμετρία και Αστρονομία, για να ελέγχουμε ποσοτικά και ποιοτικά τα φυσικά αντικείμενα και να μετράμε τις αποστάσεις του ορατού σύμπαντος, τις θέσεις των ουράνιων σωμάτων και την επίδρασή τους προς τη Γη. Τέλος η μουσική με την τέχνη των ήχων μπορεί να μας οδηγήσει στην έννοια της αρμονίας, απαραίτητη για τον πνευματικό μας Ναό. Τα δε εργαλεία του μοχλού και του κανόνα δηλώνουν την άκαμπτη θέληση που εφαρμόζεται ευφυώς και η οποία γίνεται ακατανίκητη όταν τεθεί στην υπηρεσία του απόλυτου δικαίου του κανόνος. 

        Κατά την τέταρτη περιοδεία μαθαίνουμε το πώς θα εφαρμόζουμε την γνώση που αποκτήσαμε στις προηγούμενες περιοδείες, έχοντας ως εργαλεία τον κανόνα και τη στάθμη ενώ παράλληλα μας γνωστοποιούνται τα ονόματα των αρχαίων σοφών Σόλων Σωκράτη, Λυκούργου και Πυθαγόρα, οι οποίοι σπουδάζοντας τη φύση και γνωρίζοντας τους νόμους της, μεταβίβασαν με το έργο τους τη γνώση για την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Μέσω των εργαλείων της περιοδείας αυτής μας αποκαλύπτεται η γνώση των νόμων της φύσεως. Ο κανόνας μας διδάσκει να είμαστε δίκαιοι και επιεικείς απέναντι στους ομοίους μας, ενώ η στάθμη την ισότητα των καθηκόντων και δικαιωμάτων μας στην ανθρώπινη κοινωνία.       

        Τελειώνοντας με την πέμπτη περιοδεία, ο ΕΤΑΊΡΟΣ απαλλαγμένος πλέον από εργαλεία και ατενίζοντας τον Φωτοβόλο Αστέρα ο οποίος αποτελεί το έμβλημα της δυνάμεως και θελήσεως, δοξάζει την εργασία, η οποία τον βοήθησε να ολοκληρώσει τον πνευματικό του Ναό, και καλείται να γίνει αφ’ εαυτού πρόδρομος της προαγωγής του ανθρώπινου πνεύματος, δημιουργός μιας υπέρτατης πνευματικής ζωής, μια φλογερή εστία και πηγή θερμότητας και φωτός. 

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Η ''Πολιτεία'' του Πλάτωνα περιλαμβάνει την Αλληγορία του σπηλαίου, με την οποία ο Πλάτων εξηγεί τη Θεωρία των Ιδεών του.
Ο μύθος αυτός διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναμμένη μια φωτιά. Έτσι οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο. Επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, κάτω από το φως του ήλιου πλέον, δει τα πράγματα, θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε όσο ήταν μέσα στη σπηλιά. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοι του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ακόμη ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις.
Σύμφωνα με τον αλληγορικό μύθο οι άνθρωποι ζούμε σαν φυλακισμένοι μέσα στις παραισθήσεις και τις αυταπάτες μας και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί μας εμποδίζουν τα δεσμά των αισθήσεων αλλά και τα δεσμά των εξουσιαστών, που χειραγωγούν τις αισθήσεις μας ώστε να αντιλαμβανόμαστε μόνο την πραγματικότητα όπως την καθορίζουν εκείνοι.
Κάποια στιγμή μερικοί δεσμώτες απαλλάσσονται επιτέλους από την επιρροή των δογμάτων, χάρη στην παιδεία και τον ορθό λόγο και επιτέλους με καθαρή σκέψη μπορούν να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε αποδείξεις.

ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ


«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα… Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι, που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους, που παρά την ηλικία τους, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις, όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Δεν ανέχομαι εκείνους που χειραγωγούν τους άλλους, καθώς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… αλλά μετά βίας για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες.
Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια… και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων… Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει. Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος, ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου…»
Mario de Andrade (1893 –1945 )