Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΒΛΕΜΑΤΑ....

«Επιθύμησα να κάνω το καλό, αλλά δεν επιθύμησα να κάνω θόρυβο, γιατί ένοιωσα ότι ο θόρυβος δεν κάνει καλό και το καλό δεν κάνει θόρυβο».
Louis Claude de sain Martin
Φαίνεται λίγο παράξενο, όμως ανέκαθεν(από νηπιακής ηλικίας) προτιμούσα τα μικρά εκκλησάκια από τις μεγάλες εκκλησίες. Τότε που ήμουν πολύ μικρός το έκανα ασυναίσθητα, τώρα όμως αρχίζω να καταλαβαίνω την αιτία. Με δύο λόγια, εκεί στα μικρά εκκλησάκια είναι κανείς μόνος του, αυτός και ο Θεός που τον κοιτάζει μέσα από το (ενίοτε αυστηρό η επιεικές) βλέμμα της εικόνας που συνήθως υπάρχει απέναντί του. Δεν υπάρχουν τα περίεργα βλέμματα όλων αυτών των《καλών Χριστιανών》, οι οποίοι παρατηρούν και σχολιάζουν τα πάντα και τους πάντες. Ούτε γίνεται η συνεχής παρέλαση των 《ευλαβικών προσκυνητών》του πενταλέπτου (τόσο περίπου χρειάζεται για να μπουκάρεις κάπου στην μέση της λειτουργίας, προς το τέλος να ανάψεις ένα κερί, και μετά να φύγεις) με το ανάλογο σπρώξιμο δεξιά κι αριστερά. Όπως και να το κάνουμε, είναι δύσκολο να σου έρθει κατανυκτική διάθεση σε τέτοιο περιβάλλον. Πως να γυμνώσεις την ψυχή σου και να προσευχηθείς, όταν δέχεσαι τετοιους περισπασμούς;
Βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε, ούτε και η άλλη λύση είναι τόσο απλή. Γιατί το να αποφασίσεις να πας σε ένα μικρό εκκλησάκι, να ανάψεις ένα κερί και αφού κάνεις βιαστικά τον σταυρό σου να φύγεις, είναι εύκολο. Για κάνε όμως πως κάθεσαι λίγο παραπάνω, να προσευχηθείς, και αμέσως θα ξεκινήσει μια ελαφρά νευρικότητα. Εκείνο το βλέμμα της εικόνας, η οποία όπως ανέφερα πιο πριν βρίσκεται συνήθως απέναντί σου, αρχίζει να σε κάνει να νιώθεις άβολα. Ίσως γιατί είναι λίγο διαπεραστικό, λίγο αυστηρό και επικριτικό ... σου θυμίζει και λίγο το αγνό κομμάτι της ψυχής σου που χιλιοπρόδωσες και συνεχίζεις να προδίδεις σε κάθε ευκαιρία ... οπότε αρχίζεις και κάνεις σκέψεις του τυπου:《Μήπως έκατσα πολύ ώρα εδώ μέσα, και περιμένει κανένας άλλος να μπει;》《Γιατί ξέχασα τι ήθελα να πω στον Θεό, ενώ το σκεφτόμουν όλο το απόγευμα; 》και άλλα τέτοια παρόμοια εισβάλουν στην σκέψη σου, και αδημονείς, να τελειώνεις και να φύγεις από αυτό το τόσο ενοχλητικά, ήσυχο μέρος!
Μπορεί ο άθεος να ισχυριστεί ότι αυτό που φοβάται κάποιος, σε μια τέτοια περίσταση, είναι ουσιαστικά το να μείνει μόνος με τον εαυτό του. Εγώ όμως θα σας πω, ότι ο Θεός βρίσκεται ακριβώς (και) εκεί βαθιά μέσα στον πραγματικό μας εαυτό. Άλλωστε πως αλλιώς θα εξηγούσε κάνεις, τον φόβο μας να βρεθούμε ενώπιον του εαυτού μας, αν δεν υπήρχε διαφορά επιπέδου συνειδητότητος μεταξύ ημών και ...ημών;
Πολύ φοβάμαι ότι σας έχω μπερδέψει (αφού κι εγώ έχω μπερδευτεί όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα), γι αυτό θα τελειώσω με ένα περιστατικό που μου συνέβη κατά την διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής. Εγώ εσπούδασα ιατρική στην Ρουμανία, την εποχή του κομμουνισμού. Οι συνθήκες ζωής ήταν κάτι χειρότερο από απαίσιες, και αντιλαμβάνεστε πως όταν έφτανε η ώρα να πάρω το λεωφορείο και να φύγω από την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη, ξαναγυρίζοντας στον τόπο του μαρτυρίου μου, ήμουν δυστυχισμένος. Κάποια φορά στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που πίστεψα πως θα πεθάνω. Ντρεπόμουν όμως να ζητήσω από τον πατέρα μου να με αφήσει να φύγω σε δύο ημέρες, και έτσι λίγο πριν έρθει το λεωφορείο, πήγα στο εκκλησάκι του αη Γιάννη απέναντι από το σπίτι μου, και παρεκάλεσα τον Χριστό ειλικρινά και με δάκρυα στα μάτια, να κάνει το θαύμα του και να μην έρθει το λεωφορείο ... μόνο μια φορά ... αυτή τη φορά. Υποσχέθηκα ότι σε δύο ημέρες, που θα ξαναερχόταν, θα έμπαινα αδιαμαρτύρητα και θα έφευγα στην Ρουμανία. Και τότε ένοιωσα κάτι παράξενο. Ήξερα κατά βάθος ότι θα γίνει αυτό που ζήτησα, και ΕΓΙΝΕ. Ο πατέρας μου με πήγε με το αυτοκίνητο στα δικαστήρια (εκεί ήταν το πρακτορείο) και περίμενε μαζί μου. Το λεωφορείο ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΠΟΤΕ, μας ζήτησαν συγνώμη οι υπεύθυνοι του πρακτορείου, εξηγώντας μας πως αυτό δεν είχε ξαναγίνει (και απ όσο ξέρω ούτε επαναληφθηκε) ποτέ. Ο οδηγός 《πίστεψε》πως δεν υπήρχαν επιβάτες στην Θεσσαλονίκη και από την Αθήνα, πήγε κατευθείαν στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα του Προμαχώνα. Από τότε άρχισα να ξαναπιστεύω στα θαύματα, αυτά τα υπέροχα πράγματα που γίνονται όταν δρασκελίζουμε το κατώφλι, από αυτό το πανέμορφο μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται στο κέντρο της καρδιάς μας!

Γιωργος Γεωργιαδης

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Το Μονοπάτι του Είναι!

«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»
Αυτός είναι ο διάσημος ορισμός του Αριστοτέλη για την τραγωδία. Ένα θεατρικό δρώμενο που προήλθε από τις αρχαίες βλαστικές λατρείες και τον διονυσιακό διθύραμβο, όταν κάποτε αποφάσισαν να τελέσουν δημόσια αυτό που μέχρι τότε είχαν το προνόμιο να παρακολουθούν μόνο οι μυημένοι.
Η τραγωδία προσκαλούσε, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, σε μια «μίμηση πράξεως». Σε μίμηση πράξεων ανθρώπων, δηλαδή των παθών τους, των διακυμάνσεων και των παλινδρομήσεων της ύπαρξης των ηρώων, με τους οποίους έπρεπε να ταυτιστούν οι συμμετέχοντες (ηθοποιοί και θεατές) έτσι ώστε τελικά να οδηγηθούν ή δυνατόν όλοι μαζί στην κάθαρση.
Το ενδιαφέρον όμως είναι πως οι συμμετέχοντες καλούνταν να μιμηθούν ανθρώπους χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου με τα οποία να μπορούν να ταυτιστούν.
Την εποχή εκείνη, όλοι οι ηθοποιοί φορούσαν προσωπεία, δηλαδή μάσκες. Και το έκαναν, ως λάτρεις του Διόνυσου, σε ανάμνηση της μορφής των Τιτάνων που διαμέλισαν τον μικρό Διόνυσο Ζαγρέα φορώντας μάσκα φτιαγμένη από λάσπη.
Πίστευαν λοιπόν πως για να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση, θα πρέπει να ταυτιστεί με μια σειρά συναισθημάτων και καταστάσεων, μια θαυμαστή για το μέσο άνθρωπο διαδικασία, που όμως κατά τον Πλάτωνα ήταν «μίμηση της μίμησης». Δηλαδή μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως.
Γιατί όμως να μην μπορούμε να δούμε, άρα να μιμηθούμε, το αληθινά αρχέτυπο; Γιατί  η εικόνα που βλέπουμε είναι ένα κατασκεύασμα από λάσπη –θεία λάσπη– που κάποια θεότητα έπλασε για σαρκίο μας. Ένα ομοίωμα κάποιου μακρινού πρότυπου.
Η παράδοση αυτή είναι κοινή στους περισσότερους λαούς. Δεν έχει σημασία αν ο πλάστης είναι ο Προμηθέας και το υλικό ήταν λάσπη από την πρώτη γη αναμιγμένη με αίμα του Ζαγρέα και των Τιτάνων, ή ο Γιαχβέ ο ίδιος με παραδείσιο υλικό.
Αυτό που μοιάζει σίγουρο είναι ότι όλοι σαν να θέλουν να μας υπογραμμίσουν πως ό,τι βλέπουμε είναι ομοίωμα κάποιου μακρινού πρωτότυπου.
Κι εμείς τι κάνουμε;
Υποδυόμενοι συνεχώς, προσπαθούμε να μοιάσουμε με κάποια πρότυπα, να υιοθετήσουμε κινήσεις και συμπεριφορές, έτσι που σχεδόν να ταυτιστούμε με το όποιο (και συνεχώς εναλλασσόμενο) πρότυπό μας.
Και αυτό είναι κάτι που το κάνουμε καθημερινά στη ζωή μας. Υποδυόμαστε ρόλους, αντιγράφουμε κινήσεις και συμπεριφορές με σκοπό να προσαρμοστούμε, να βολευτούμε, να γίνουμε κι εμείς ένα απόσπασμα της ταινίας της αποδεκτής καθημερινότητας που εκτυλίσσεται αενάως.
Μερικοί τα καταφέρνουν εξαιρετικά καλά. Έχοντας μελετήσει πολλούς ρόλους και αναρίθμητα σενάρια, μοιάζει σα να έχουν αποκτήσει κολλητές σχέσεις με τον σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη της ύπαρξής τους.
Ξέρουμε πολλούς τέτοιους. Κάντε νοερά ένα πείραμα. Σκεφτείτε τρεις γνωστούς σας που τους γνωρίζετε από παλιά και σήμερα είναι σε μια μέση ηλικία, γύρω στα 50. Για παράδειγμα, ένας εφοριακός, ένας επιχειρηματίας και ένας στρατιωτικός.
Αν παρατηρήσετε καλά, θα διαπιστώσετε πως άσχετα με τον άνθρωπο που γνωρίζατε στις ιδιωτικές του στιγμές, ο ίδιος άνθρωπος σήμερα σε στιγμές έντασης συμπεριφέρεται αυτόματα με έναν τρόπο κοινό στους ανθρώπους του δικού του επαγγέλματος. Κάποιοι το λένε επαγγελματική διαστροφή.
Κάποιος άλλος θα μπορούσε να επισημάνει ότι υποδυόμενοι συνεχώς πρότυπα του επαγγελματικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος από την ανάγκη να γίνουν αποδεκτοί και επιτυχημένοι έγιναν τελικά όμοιοι με αυτά.
Μπορεί κάποτε να μην ήταν έτσι και σήμερα να παραμένουν διαφορετικοί στο βάθος. Υποδυόμενοι όμως συνεχώς, τελικά και οι ίδιοι έχουν ξεχάσει ποιοι ήταν ή με ποια πρότυπα είχαν κάποτε επιθυμήσει να συσχετιστούν, και ξεχάστηκαν στο δρόμο της ζωής. Σε αυτό το μακρινό και ατέλειωτο δρόμο τον τόσο γεμάτο εικόνες και υποχρεώσεις, τον οποίο προσπαθώντας να κατανοήσουμε και να ανταποκριθούμε, παραβλέπουμε και λησμονούμε τελικά κάτι πολύ βασικό: τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ένας κόσμος εικόνας
Στην αρχαία τραγωδία, οι ηθοποιοί, τα πρότυπα που μας καλούσαν σε ταύτιση, φορούσαν μάσκα. Το αρχέτυπο σύμβολο που φορούσαν και οι ίδιοι οι Τιτάνες στην πρώτη τελετουργική-μυητική πράξη, τη θεοφαγία του Διόνυσου – πράξη που οδήγησε στη δημιουργία των ανθρώπων. Τη δική μου και τη δική σου μεταξύ άλλων αγαπητέ αναγνώστη.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ένας κόσμος εικόνας. Αντανάκλαση, καθρέφτισμα ενός πρότυπου που κάποτε υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει και να εμπνέει σε ένα χρόνο μετέωρο, αναμένοντας το βλέμμα του ειδώλου του που θα το αντιληφθεί και κοιτώντας το θα του δώσει ύπαρξη σε χρόνο παρόντα.
Μια συνεχής αλληλουχία ειδώλων που αναζητούν, μιμούμενα πράξεις, κάθαρση και λύτρωση μέσα στα πάθη της τραγωδίας που επιλέγουν να συμμετέχουν ως θεατές αλλά και ως δρώντες ηθοποιοί. Μιμούμενοι και υποδυόμενοι συνεχώς σκηνές μιας ζωής.
Αυτό  και μόνο πιστεύουν ότι τους κατατάσσει στην οικογένεια του Homo sapiens. Πιθανόν με μερικές αμφιβολίες. Το σίγουρο είναι πως στην εποχή μας η κάθε μαγική εικόνα που παροτρύνονται  να μιμηθούν, τους οδηγεί σε μια μορφή του Homo economicus.
Και αυτή η μίμηση, μίμηση εικονικής ζωής χωρίς συμμετοχή, πάθος, δράση και πάθημα, μοιάζει να μην μπορεί σε καμία περίπτωση  να  πετύχει βαθιά μέσα στην ύπαρξή τους την κάθαρση.
Αυτό και μόνο μπορεί να είναι μια χρήσιμη διαπίστωση.
Τι άλλο τους (και μας) διαφεύγει συνήθως; Κανείς ηθοποιός τραγωδίας, κανείς από τους Τιτάνες, δεν είχε πρόσωπο. Όλοι είχαν προσωπείο, μια μάσκα.
Η αέναη και καλόπιστη καθημερινή προσπάθεια μίμησης των συναισθημάτων και πράξεων που προέρχονται από την απομίμηση άλλων  πράξεων και άλλων συναισθημάτων μάς οδηγεί μόνο σε  «μίμηση της μίμησης».
Τo πρότυπο, το αρχέτυπο, θα μπορούσε να μην έχει καμία σχέση με αυτό το πολλαπλό ομοίωμα ενός ομοιώματός του.
Τότε τι αναζητούμε;
Από παλιά υπάρχει μια περίεργη παρότρυνση, είτε στην τελετουργία είτε στο θέατρο. Ο ρόλος, η πράξη, η μίμηση που θα υποδυθείς, δεν λειτουργεί αν κάνεις μόνο τα απαραίτητα. Μπορεί να ξέρεις απέξω όλα σου τα λόγια, μπορεί να μιμηθείς με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού τις κινήσεις, όμως κάτι πάντα θα λείπει.
Και αυτό το κάτι το διακρίνεις ξαφνικά, γιατί κάθε άνθρωπος –ο σε εγρήγορση και όχι ο ξεχασμένος στον εαυτό του άνθρωπος– έχει τη δύναμη να διακρίνει. Και το βλέπει σε κάποιον που μπορεί να μην ξέρει όλα τα λόγια και μπορεί να μην πασχίζει να μιμηθεί με ακρίβεια ό,τι προβλέπει το σενάριο.
Αυτός όμως ο άνθρωπος έχει μια μαγική ιδιότητα. Δεν υποδύεται ρόλο αλλά είναι ο ρόλος. Δεν υποδύεται σκηνές της ζωής αλλά είναι η ίδια η ζωή. Τι διαφορετικό δίνει στην ύπαρξή του; Πρόσωπο.
Δεν ακολουθεί πλέον κανένα αρχέτυπο που διαιωνίζεται κρυμμένο πίσω από μια μάσκα. Αποκτά πρόσωπο, που σημαίνει ότι δίνει τη δική του μορφή μαζί με τη φωνή του και την παρουσία του, δίνει την υπόσταση του στο παιχνίδι της ύπαρξης.
Δύσκολο; Πέρα από τιτάνιο. Γιατί κι αυτοί οι Τιτάνες, όπως μας διασώζει ο Φιρμικός Ματερνός που είχε παρακολουθήσει διονυσιακή τελετουργία, θρηνούσαν και παραπονιόντουσαν πως κάποιος θεός τους παραπλάνησε. Φορώντας πάντα τις μάσκες τους.
Είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσεις τη μίμηση και να προσεγγίσεις την ταύτιση, εκεί που η τραγωδία οδηγεί στην κάθαρση, που θα μπορούσε να είναι μια εκδοχή του «κατ’ εικόνα».
Αλλά είναι σχεδόν υπεράνθρωπο να κατορθώσεις να δώσεις πρόσωπο στη θέση της μάσκας.
                            … Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο να «είσαι».

  Ιορδάνης Πουλκούρας

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Στείρα άρνηση : η μέθοδος των ανόητων

Ο Τουργκένιεφ έχει γράψει μια μικρή ιστορία:
Σε μια πόλη, ζούσε ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, μια μεγαλοφυΐα. Και στην ίδια πόλη, ζούσε ένας ηλίθιος.
Μια μέρα, ο ηλίθιος πλησίασε τον έξυπνο και του ζήτησε να του δείξει έναν τρόπο να γίνει έξυπνος. Ο έξυπνος ρώτησε τον ηλίθιο αν ήθελε να γίνει έξυπνος ή να φαίνεται έξυπνος, επειδή το να γίνεις έξυπνος, είναι μια μεγάλη διαδικασία, το να φαίνεσαι όμως έξυπνος, είναι εύκολο. Ο ηλίθιος απάντησε ότι ήθελε να του δείξει με τον ευκολότερο τρόπο ό,τι χρειαζόταν για να φαίνεται έξυπνος. Δεν ανησυχούσε για το πώς θα γίνει έξυπνος.
Ο έξυπνος σχολίασε ότι με το να γίνει κανείς έξυπνος, υπήρχε πιθανότητα να κάνει λάθη, ενώ με το να φαίνεται έξυπνος, δεν θα μπορούσε να κάνει κανένα λάθος.
Ο ηλίθιος άρχισε να ανυπομονεί και ζητούσε από τον έξυπνο να του δείξει το κόλπο χωρίς άλλη καθυστέρηση. Έτσι, ο έξυπνος του είπε να αρνείται απλώς κάθε τι που ακούει. Αν κάποιος έλεγε, «υπάρχει Θεός», ο ηλίθιος έπρεπε αμέσως να απαντήσει πως δεν υπάρχει.
Ο ηλίθιος ρώτησε τον έξυπνο: «Πρέπει να λέω τέτοια πράγματα, ακόμα κι αν δεν ξέρω τίποτα για το θέμα;»
Ο έξυπνος απάντησε: «Εσύ δε χρειάζεται να σκοτίζεσαι καθόλου για να μάθεις πράγματα. Αν ακούσεις να λένε ότι ο τάδε ζωγράφος ζωγραφίζει καταπληκτικούς πίνακες, εσύ πες απλώς ότι είναι σκέτα σκουπίδια. Ζήτησέ τους να σου αποδείξουν πως είναι καταπληκτικοί! Αν ακούσεις να λένε ότι η μουσική του δείνα είναι ουράνια, εσύ πες ότι τέτοια μουσική παίζουν και στην κόλαση και ζήτησέ τους να σου αποδείξουν πως είναι ουράνια μουσική. Εσύ απλώς να αρνείσαι τα πάντα και αν κάποιος σου εναντιωθεί, προκάλεσέ τον να αποδείξει τον ισχυρισμό του.»
Και από εκείνη την ημέρα, ο ηλίθιος άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται γνωστός στην πόλη ως έξυπνος. Και όλοι απορούσαν πώς τα είχε καταφέρει!
Αυτός ο αιώνας είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο αιώνας πολλών ειδών ηλιθίων. Και το θεμέλιο της ηλιθιότητας είναι η άρνηση.

Βρηκα αυτό το κείμενο στο http://www.lecturesbureau.gr/1/sterile-refusal-method-of-fools/