Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Σεμνύνομαι διὰ τὴν παραχώρησιν τοῦ βήματος τῆς
εὐγλωττίας, ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων ποὺ κοσμοῦν καὶ λαμπρύνουν τὸ
Δεβὶρ, προσδοκῶ δὲ νὰ φανῶ ἀντάξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς. (Μέγεθος ἐχούσης
διπλοῦν, ἡ παρούσα ἐργασία, εὑρέθην εἰς δίλημμα, ὅτι: μικρὰ μὲν ἡμιτελὴς,
μακροσκελὴς δὲ ἐνδεχομένως προσβλητικὴ καὶ δι' ἐμέ, ὡς ἔνδειξις ἐγωϊσμοῦ
καὶ πολυγνωσίας; Οὕτως ἐτέθη ὑπὸ τὸ μέτρον τῶν τεκτονικῶν θεσμῶν).
«Γλῶσσα τῆς σοφίας, εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς σιγῆς», διότι «ἐν σιγῇ ἀκονίζεται
ἡ ὀξύνοια τοῦ νοῦ». Περιορίζεται ὁ ἀπερίσκεπτο λόγος, ἰδίᾳ ὁ ἀξύνετος.
Οὕτως, ἡ σιγὴ συνιστᾶ ἱκανὴν συνθήκην ἐπεξεργασίας καὶ διαρθρώσεως
ὀρθῶν ἐννοιῶν, προσέτι δὴ ἱκανὴν συνθήκην κοινωνίας μετὰ τοῦ ἀοράτου καὶ
ἀρρήτου κόσμου τῆς θείας βουλήσεως. (Ὅπως συμβαίνει διὰ τῆς προσευχῆς
καὶ τῆς ἀσκητικῆς). Μόνον ἀπερίσπαστος ὁ νοῦς, εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβει
ἔννοιες ἐπέκεινα τοῦ ὁρατοῦ ἐπιστητοῦ κόσμου. Ὅθεν, διὰ τοὺς τέκτονας, ἡ
σιγὴ περὶ τῶν μυητικῶν τελεσμάτων καθίσταται καθῆκον. Ἀναλυτικῶς:
Ἀναφερόμενος εἰς τοὺς Γεφυρισμοὺς, τῆς πάλαι ποτὲ Πομπῆς τῶν
Ἐλευσινίων Μυστηρίων, καὶ πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν γεφυραίων ἀπὸ τοὺς
δοκίμους ὁδοιπόρους, μεταξὺ ἄλλων ἐξήγγηλα τὸ ρῆμα: «Σιγῶν τάχος πέλει
σιγῶσας», δηλαδή μὲ τὴν σιγή σου τοὺς σωπαίνεις, καὶ γρήγορα νὰ τοὺς
προσπερνᾶς... (ἐννοῶ τοὺς γεφυραίους).
Ὡς γνωστὸν, κατὰ τοὺς Γεφυρισμοὺς ἐγένετο καταιγιστικὸν ράπισμα
ὕβρεων, ἀκραιφνῶν καὶ ἀκατανομάστων χαρακτηρισμῶν, λεκτικαὶ ἐπιθέσεις
πάσης φύσεως περὶ τυχὸν μειονεξιῶν καὶ ἀδυναμιῶν τῶν δοκίμων. Δι' αὐτῶν
ὕψωναν τὸ τεῖχος τῶν ὕβρεων, καὶ ἐγένετο ἡ πρώτη ἠχηρὰ διάκρισις μεταξὺ
ἀμυήτων και μεμυημένων. Τοιουτοτρόπως ἐγένετο συνείδησις, εἰς τοὺς
δοκίμους, ὅτι: διὰ τὴν περαιτέρω πορείαν των ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς Ὁδοῦ, (ὁδοῦ τῆς
ἀρετῆς), ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν ἄρδην καὶ ἅπαξ διὰ παντός, τυχὸν ἀξύνετον
καὶ ὑβριστικὴν τοιαύτην συμπεριφοράν.
Ἡ μετ' ἐπίφασιν ἐπισήμανσις τυχὸν μειονεκτημάτων, ἀνέθετε τὴν εὐθύνην
τῆς ἑαυτοῦ γνῶναι πᾶσαν μειονεξίαν, ὥστε ἡ ἁπλῆ ἐπιθυμία ψυχικοῦ
καθαρμοῦ, μετετρέπετο πλέον εἰς ἀτομικὸν καθῆκον, καὶ τοῦτο ἐπιτυγχάνετο
διὰ ἀνορθώσεως τοῦ τείχους τῆς σιγῆς, ἔναντι τῆς ὀχλο-λογομαχίας.
Ἡ προσδοκία δὲ αὕτη, τῆς εὐγλωττίας, (=συστάσεως νοημάτων καὶ
εὐφράδιας, συνεπῶς καὶ ὀρθῆς κρίσεως), εἰς τὰ τεκτ.·. ἐργαστήρια ἐκφράζεται
διὰ τοῦ Ρήτορος. Τοὐναντίον, εἰς τὸν ἀμύητον κόσμον, εἰς φιλονικίας δὴ μεταξὺ
ἀμυήτων, τὸν λόγον ἤθιστε νὰ λαμβάνουν αὐθεραίτως οἱ πλέον ἀπαίδευτοι.
Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 2 Ἡ τοιαύτη συνθήκη, συνιστᾶ διελκυνστίδα ἠθικῶν ἀξιῶν, καὶ εἶναι μείζων διαχρονικὸ πρόβλημα (δυστυχῶς ὅλων) τῶν φιλοσοφικῶν ἐργαστηρίων: Συστέλλοντες τὴν θύρα τῶν θεσμῶν, εἰσέρχονται ἐλάχιστοι. Διευρύνοντάς την, εἰσέρχονται θηρία καὶ ποδοπατοῦν πάντα τὰ ἱερά. (Ἐν παρενθέσει, ἀκόμη καὶ Ἀδ.·. μας, ἐνίοτε, ὀλισθαίνουν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς Ἀρετῆς, ἀπολλύουν εὐκόλως τὸν τεκ.·. λόγον καὶ τὴν τεκ.·. τάξιν). Γενικῶς, παρατηροῦμεν, ὅτι: ἐν κινδύνῳ ἢ ἐν σεμνότητι, ἡ διάθεσις τοῦ προφορικοῦ λόγου συστέλλεται, ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἐν ἱλαρότητι καὶ χαριτίῃ καταστάσει, τείνει ὅπως μεταβληθεῖ εἰς ἀπερισκεψίαν λόγου. Ἐπικουρικαὶ ἐκφράσεις κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, περὶ σιγῆς: Ἡ Ἄννυ Μπεζάντ, Πρόεδρος Θεοσοφικῆς Ἑταιρείας, εἶπε: «Τὸ ἥμισυ τῶν δυστυχιῶν τῆς ἀνθρωπότητος ὀφείλεται εἰς τὰ περιττὰ λόγια». «Οὐδὲν σιωπῆς ἔστι χρησιμώτερον», (εἶπεν ὁ Μένανδρος). Ἀλλὰ καὶ «βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ», κάθισε βοῦς ἐπὶ τῆς γλώσσης, (ἐννοεῖ τὴν ἀργυρᾶ δραχμὴν μὲ ἀπεικόνισιν βοός), ἐπὶ δικαστηρίῳ, ἐὰν μάρτυς τὶς ἀργυρώνητος σώπαινε, ἢ ἀποκτοῦσε διγλωσσία. «Λαλήσας μὲν πολλάκις μετανόησε, σιωπήσας δὲ οὐδέποτε», δηλαδή, λέγοντας πολλά, πολλές φορές μετανόησα, σιωπώντας δὲ οὐδέποτε, μᾶς εἶπε ὁ Σιμωνίδης. Ὁμοίως καὶ ὁ Ξενοκράτης, εἶπε: δὲν χρειάστηκε –ποτὲ– νὰ ζητήσω συγγνώμη διὰ τὴν σιγήν μου. Διὰ τὸν Πυθαγόρα: «χαλεπότερον, ὅν, τῶν ἄλλων ἐγκρατευμάτων τοῦτο τὸ γλώσσης κρατεῖν», (ἡ δυσκολοτέρα ἐγκράτεια... εἶναι τῆς γλώσσης). Ἐπίσης, «σιγᾷν τὴν ἀλήθειαν, χρυσὸν ἐστὶ θάπτειν». Εἰς τὸ Ὀμμακοεῖον του δὲ οἱ ἀντίστοιχοι Μαθηταὶ καὶ Ἑταῖροι, ὡς γνωστὸν, δὲν ἐλάμβανον τὸν λόγο, παρὰ μόνον ἔθεταν ἐρωτήσεις. Σοφοκλῆς, «Οἰδίπους τύραννος». Οἰδοίπους: Κακὸν δὲ ποῖον ἐμποδῶν τυραννίδος οὕτω πεσούσης εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι; (Ποῖος σᾶς ἐμπόδισε νὰ δεῖτε τὸ κακὸ ποὺ ἔρριξε ἔτσι μὲ πανουργία τὸ βασίλειο;) Κρέων: Ἡ ποικιλῳδὸς Σφίγξ, τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν, μεθέντας ἡμᾶς, τ' ἀφανῇ προσήγετο». (Ἡ φλύαρη Σφίγξ, ἔστρεψε τὴν προσοχήν μας πρὸς τὴν σύζυγο [ἐρωτικὴ κλίνη], καὶ μᾶς ὁδήγησε στὰ ἀφανῆ). Παρακάτω: Τειρεσίας: Εἴπερ τί γ' ἐστὶ τῆς ἀληθείας σθένος. (Ὑπὲρ τούτων εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας), ἐννοεῖ περὶ κατανοήσεως τῶν δελφικῶν χρησμῶν. Οἰδοίπους: Ἀλλ' ἔστι πλῆν σοί· σοὶ δὲ ταῦτ' οὐκ ἐστ', ἐπεὶ τυφλὸς τά τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ. Εἶναι, ἀλλὰ ὄχι γιὰ σένα· καὶ δὲν εἶναι γιὰ σένα αὐτὴ, ἐπειδὴ εἶσαι τυφλὸς καὶ στὰ αὐτιὰ καὶ στὸν νοῦ, ὅπως καὶ στὰ μάτια σου. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 3 Ἄρα δὲν κατανοεῖ ἐπαρκῶς αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε; Ὅμως, τί κατανοεῖ ὁ Τειρεσίας; Πῶς συμβαίνει ἕνας τυφλὸς νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐκφράζει τὴν θεία βούληση; Καθ' ὅτι, ἡ ἑτυμολογία τοῦ ὀνόματος Τειρεσίας, = ὁ ὁρῶν τὰ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς οἰωνοὺς τῶν θεῶν. Ὁ Οἰδοίπους συνεχίζει: Ἂν ἤσουν τυφλὸς καὶ στὰ ὦτα, ὅπως στὰ μάτια σου, περισσότερα θὰ κατανοοῦσες, ἀλλὰ τώρα μὲ αὐτὰ ποὺ λὲς ἐξοργίζεις ἀκόμη καὶ πέτρινη φύση, (βεβαίως, ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν πέτρινη φύση τοῦ ἀνθρώπου... ὡς ἰσχυρογνωμοσύνη, ἐγωϊσμό, τετράγωνη λογική κ.ἄ.). Δηλαδή, ἂν τοῦ ἔλλειπε μία ἀκόμη αἴσθηση τούτου τοῦ κόσμου, ὄχι μόνον νὰ μὴν βλέπει τὰ αἴσχη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ τὰ ἀκούει, τότε θὰ κατανοοῦσε ἀκόμη περισσότερο, τί; τὴν ἀλήθεια! Προσέτι, εἰς τὰ Δελφικὰ παραγγέλματα τῶν σοφῶν, ἓν ἐξ αὐτῶν προτείνει: «γλώττης ἄρχε», τὴν γλῶσσα σου νὰ τὴν ἐλέγχεις. Ὁ Ὀρφεὺς, εἰς τὸν ὕμνον Ἑρμοῦ τοῦ ἀγγελιαφόρου, λέγει: «γλώσσης δεινὸ ὅπλον τὸ σεβάσμιον ἀνθρώποισι», (τῆς γλώσσης δεινὸν ὅπλο ποὺ τὸ σέβονται οἱ ἄνθρωποι). Ὁ προφορικὸς λόγος, διὰ τοὺς προγόνους μας ἐθεωρεῖτο θεῖον χάρισμα, ὅταν μεταφέρει ἀλήθεια, ἐνῷ ὅταν μεταφέρει ψεῦδος εἶναι ἡ χειρίστη ἔκφρασις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀμύητος καὶ ἄτακτος ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας, περιτρέχει ἔξω τοῦ ναοῦ, εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀναλυτὴς, –καὶ μᾶλλον τῆς πλάνης του, θὰ ἔλεγα– διότι ἡ γνώμη του περιορίζεται σὲ ἤδη ἐξωτερικευμένα στοιχεῖα. Ἐνῷ ὁ μυούμενος εἰσέρχεται μόνος εἰς τὰ βάθη τῆς συνειδήσεώς του... ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ σιγὴ, ἐκεῖ βεβαιοῖ τὴν ἀληθῆ ὑπόστασιν τῶν φαινομένων, διότι ἐκεῖ λαμβάνει χώραν πᾶσα δημιουργία. Ἐκεῖ, ἐν τῷ πλατωνικῷ σπηλαίῳ, τῇ προσπαθείᾳ ὀράσεως εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, ἀκονίζεται ἡ ὀξύνοια τοῦ νοῦ. Ἐκ τῶν παλαιῶν ἡμῶν προγόνων, ἐλέχθη ἐπίσης, ὅτι: «σοφὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ λέγει πολλά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ λέγει πράγματα ἀληθινὰ». Δηλαδή, ἡ πολυμάθεια ὁδηγεῖ σὲ ἀμάθεια τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων. Ποῖο τὸ ζητούμενο μέσω τῶν ἀσκήσεων τῆς σιγῆς; Πρῶτον, ὁ ἔλεγχος τῶν πληροφοριῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβάλλοντος καὶ ἡ ταυτοποίησίς των εἰς τὴν ἀντικειμενικὴν πραγματικότητα. Δεύτερον, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρορμητισμοῦ, ὁ ὁποῖος διεγείρεται ἐκ τοῦ περιβάλλοντος, εἴτε ἀνακλαστικῶς διὰ τῶν αἰσθήσεων, εἴτε ἐκ τῶν ἀφ' ἑαυτῶν προερχομένων δοξασιῶν, καὶ τείνει ὅπως καταστήσει ἀνεξέλεγκτη τὴν ροὴ τῆς σκέψεως. Ἐπὶ πλέον, ἡ μετὰ σπουδῆς ἔκφρασις ἀπόψεων ἐπὶ παντὸς τοῦ ἐπιστητοῦ, περὶ τῶν αἰτιῶν τῶν φαινομένων καὶ δὴ τῶν ἀοράτων θεϊκῶν ὑποστάσεων, συνήθως δηλοῖ ἀνεπάρκεια νοητικῆς ἰσορροπίας καὶ ἀντιλήψεως. Ἐπ' αὐτοῦ, ὁ Ἀριστοτέλης ὅρισε, ὅτι: ἡ παραφροσύνη εἶναι ἀνικανότητα τῆς διανοίας νὰ διακρίνει τὰ πραγματικὰ αἴτια τῶν γεγονότων. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 4 Ἡ ἄσκησις αὐτὴ τῆς σιγῆς, ἐφαρμόζεται κατὰ τὴν εἰσδοχὴν, εἰς τοὺς Δοκίμους, μὲ τὴν περισυλλογὴ τῆς σκέψεως εἰς τὸ Διασκεπτήριον. Τοῦτο βεβαιοῖ ὅτι ὁ ἔλλογος-ἔναρθρος λόγος εἶναι βασικὴ προϋπόθεσις τῶν μυητικῶν τελεσμάτων. Εἶναι τὸ κυριότερον γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ὡς προϊὸν λογισμοῦ, προσδιορίζει καὶ τὴν πνευματικὴν ὑπόστασιν. Πᾶσα καλλιέργεια ἰδιαιτέρων χαρισμάτων, τοῦ ἐνάρθρου λόγου καὶ λογισμοῦ, ἀλλὰ καὶ δι' αὐτῶν τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν, ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς γλώσσης, καθ' ὅτι εἶναι τὸ ἐργαλεῖον ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καὶ δομήσεως τῆς συνειδήσεως. Ἀποτελεῖ δὲ τὸ πλέον δύσκολον –καὶ διὰ βίου μαθήσεως– ἀντικείμενον τῶν μυστηρίων. Ἡ ἀποκάλυψις ἱερῶν, συνήθως, συμβαίνει διὰ τοὺς ἐξῆς λόγους: α) Ὁ δόκιμος ἀναζητητὴς, ἀποκαλύπτει τὰ ἱερὰ μὲ ἐνδόμυχο κίνητρο νὰ ἰσχυροποιήσει τὴν προσωπικότητά του ἔναντι τρίτων· δηλ. θρέφει τὸ ἐγώ. β) Ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμὸς ἐκ τῆς ἀνακαλύψεως συμβολικῶν ἐννοιῶν, παρακινεῖ τὴν ἔκφρασιν, ὥστε νὰ προσλάβουν καὶ ἄλλοι τὴν αὺτὴ γνῶσιν. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μοιραῖο λάθος τοῦ νεοφοίτου. Ἂν καὶ μεμυημένος, δὲν ἔχει ἀφομοιώσει ἀκόμη τὸ περιεχόμενο τῶν τεκτονικῶν διδασκαλιῶν. Καὶ λόγω ἐλλείψεως τῆς ἀπαιτουμένης ἐμπειρίας εἰς τὴν τέχνην τῆς διδασκαλίας, προβαίνει ἁπλῶς σὲ πρόωρες καὶ ἀδόκιμες ἀποκαλύψεις, καὶ ὄχι σὲ συστηματικὴ μετεκπαίδευση. Δὲν διδάσκει, ἁπλῶς ξεστομίζει. Δὲν ἀναμεταδίδει γνώση, ἁπλῶς ἀποκαλύπτει τὴν πηγή, τὴν ὁποίαν, ἔκτοτε, μέλλεται «νὰ πατήσουν τὰ βόδια», (κατὰ τὸν μῦθο τοῦ Ναρκίσσου). Δηλαδὴ, νὰ πλησιάσουν βέβηλοι. Χαρακτηριστικὴ δὲ ἐπισήμανσις τοῦ μύθου, εἶναι, ὅτι, τὸν Νάρκισσο, ὁ ὁποῖος περιοδεύει–περιπλανᾶται εἰς τὸ ὄρος τῶν Μουσῶν, προστάτιδων τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων, (ἄρα ἀσκεῖται ἐπὶ αὐτῶν), τὸν ἀκολουθεῖ ἡ νύμφη Ἠχὼ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει δική της φωνή, διότι εἶναι τιμωρημένη ἀπὸ τὴν Ἥρα λόγῳ τῆς φλυαρίας της, καὶ ἔκτοτε δὲν παράγει δική της σκέψη: ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει ὅσα ἀκούει. Σημειώσεις καὶ ἐρανίσματα ἐκ τοῦ Τυπικοῦ μας: Τὸ Σημεῖον σιγῆς, ὅπως παριστάνεται καὶ σὲ ἀρχαῖο ἄγαλμα (τοῦ Ἁρποκράτους), ὁ δείκτης καὶ ὁ μέσος τῆς δεξιᾶς χειρός, ἐπὶ τῶν χειλέων κατὰ πλᾶτος, = διὰ τοῦ λόγου δὲν δείχνω, δὲν ὁδηγῶ εἰς πράξεις. Ἡ ἐνσφράγισις τῶν χειλέων, ἡ σιγὴ, καθίσταται τὸ πλέον σημαντικὸν καθῆκον –δίδαγμα– εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ Μυστ.·. Διδ.·. Ὀρθῶς, ἀντικείμενον τῆς πρώτης βαθμίδος τῆς κλίμακος τῶν Φιλοσοφικῶν βαθμῶν. Τὸ ἀντικείμενον τοῦ βαθμοῦ σημαίνει καὶ διδάγματα περὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ὁποίου, κύριο φαινόμενον, εἶναι ἡ κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος, ἡ παγερὰ καὶ ἀμετάκλητος αὐτοῦ σιγή. Ἡ ἀκοὴ ἡ ὁποία λαμβάνει ἠχητικὰ μηνύματα, καὶ ἡ ὁμιλία ἡ ὁποία ἐκπέμπει ἠχητικὰ μηνύματα, οἱ συνάλληλες αὐτὲς λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, παύουν ὁριστικῶς. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 5 (Προσοχὴ τίτλοι) Ἐρωτᾶ ὁ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·.: –Ποῖα διδάγματα ἐλάβατε; Ἐπιθ.·.: –Ἐκεῖνα τῆς Ἐχεμυθείας, τῆς Εὐπειθείας καὶ τῆς Πίστεως. Καὶ ἰδοῦ τρεῖς τεκτονικὲς ἀρετὲς, ἀλλήλως συσχετιζόμενες ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν ἀνάπτυξιν τῆς διανοίας. Ἡ ἐχεμύθεια (= ἔχω-κατέχω τὸν μῦθον), ἡ συγκράτησις τῆς γλώσσης, ἡ μὴ ἀποκάλυψις, ἐν προκειμένῳ, τῶν ἐν δυνάμει σπόρων τῆς ἀρετῆς. Ἡ εὐπείθεια (εὖ+πειθὴς, = καλῶς πεπεισμένος), περὶ καλοῦ σκοποῦ καὶ τοῦ καλῶς πράττειν, ἡ ὁποία προκαλεῖ ἐπίρρωσιν τῆς θελήσεως. Ἡ πίστις (ἐμπιστοσύνη) ὡς μιὰ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ δύναμις σταθερότητος καὶ συνεχείας τῶν προσπαθειῶν μας. Αἱ ἐργασίαι ἄρχονται ἀφοῦ βεβαιωθεί ὁ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. ὅτι οἱ παρόντες εἶναι Μυστ.·. Διδ.·. καὶ τοῦτο βεβαιοῦται μὲ τὸ σημεῖον τῆς Σιγῆς. Δηλαδὴ εἶναι Διδάσκαλοι, ἱκανοὶ νὰ εἶναι κάτοχοι μυστικῶν, ἀρρήτων ἀληθειῶν, τῶν μὴ δυναμένων νὰ προφερθοῦν διὰ λόγων. Ἄρα πρὸς τί ἡ ἀποκάλυψις διὰ λόγου, ἄνευ μυητικῆς τελετῆς; Κατὰ τὸ κλείσιμον τῶν ἐργασιῶν, ὁ λόγος ἐκ τῶν στηλῶν κλείει μὲ τὴν φράσιν: «Σιγὴ ἐπικρατεῖ». Ἡ σιγὴ ἐδῶ συνταυτίζεται μὲ τὴν συγκατάνευσιν, καθὼς καὶ μὲ τὴν σβέσιν τῶν φώτων, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς καταπαύσεως μιᾶς ἑτέρας τῶν αἰσθήσεων. Προσέτι, ἐκ τοῦ Τυπικοῦ: «...να σιωπῶμεν...», «καὶ νὰ τηρήσετε ἀπόλυτον σιωπὴν ἐπὶ τῶν ἐργασιῶν τοῦ Ἐργαστηρίου τούτου». Πρὸς τοὺς ἀμαθεῖς, λοιπόν, ἡ προσταγὴ τῆς σιωπῆς, φαινομενικῶς ἀντιφάσκει μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρετῆς, καθ' ὅτι θὰ ἀνέμεναν τὴν περαιτέρω ἐλευθέραν ἀναμετάδοσιν τῶν καλῶν μηνυμάτων. Ἐνῷ, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, πρόκειται περὶ ἀρρήτων ἐννοιῶν ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες μεταδίδονται μόνον διὰ τῶν εἰδικῶν μυητικῶν τελεσμάτων. Ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἐδῶ πεπραγμένων, εἶναι καθῆκον, διότι ἐδῶ εἶναι ὁ ναὸς τῆς δημιουργίας, ἐδῶ φύεται καὶ καλλιεργεῖται τὸ δένδρον τῆς ἀρετῆς. Καθῆκον, ἡ σιγὴ, διότι, κάθε δένδρον τῆς δημιουργίας, κάθε ἐξελικτικὴ διαδικασία, ἔχει τὶς ρίζες του εἰς τὸν σκοτεινὸν θάλαμον, χῶρον τοῦ Ἅδου, ἢ Πλούτωνος, χῶρον τῆς παγερᾶς καὶ τελείας σιγῆς. Ὅθεν, τὸ σκότος ἀποκομίζει τοὺς καρποὺς τῆς ἡμέρας, καὶ τοὺς ἀναγεννᾷ εἰς τὸ φῶς τῆς ἑπομένης μοῖρας. Μόνον οἱ χυμοὶ τῶν ἐμπειρικῶν διδαγμάτων καὶ τῶν διαδικασιῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ καταστοῦν ἄνθη καὶ καρποὶ, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον. Καὶ μόνον ὅταν διέλθουν τὴν πρέπουσαν ἀνιούσα ἐξελικτικὴ δοκιμασία, πρὸς τὸ φῶς, θὰ καταστεῖ δυνατὸν νὰ φανερωθοῦν εἰς τὸν ὀρατὸν κόσμον. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 6 Πᾶσα ἀποκάλυψις τῶν στοιχείων τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν διαδικασιῶν-ἐργασιῶν εἰς τὸ Ἐργ.·. Τελ.·., ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνατροπὴ τῶν φυσικῶν νόμων, μὲ ξερίζωμα καὶ ἔξωσιν τῶν θεμελιωδῶν καὶ δομικῶν συστατικῶν τῆς τεκτονικῆς φιλοσοφίας, (ἐν προκειμένῳ τοῦ Τυπικοῦ), ἀπὸ τὸν φυσικόν του χῶρον. Πᾶσα ἀποκάλυψις περὶ τῶν ἱερῶν τελεσμάτων, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ δυναμικὸ, τοῦ ἰδίου τοῦ διαπράξαντος τοῦτο τὸ ἁμάρτημα, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἐκφύει ἄτακτες νοητικὲς παραφυάδες. Μὴ λησμονοῦμε, ὅτι, σὲ κάθε τεκτονικὸ βαθμὸ, τὸ αἴτημα τῆς ἑκάστοτε ὁρκομωσίας, εἶναι ἡ σιγὴ περὶ τῶν πεπραγμένων. Μέμνημαι Τρὶς ἰσχυρὲ Διδ.·. τὴν παρ' ἀρχαῖοις ἡμῶν τῶν προγόνων ποινὴν θανάτου, εἰς περίπτωσιν ἀποκαλύψεως ἱερῶν τελεσμάτων. Τόσον ἀναγκαία ἐθεωρεῖτο ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει: «σεμνὰ, τά γ' οὔπως ἐστὶ παρεξέμεν, οὔτε πυθέσθαι, οὔτ' ἀχέειν, μέγα γὰρ τὶ θεῶν ἄχος ἰσχάνει αὐδήν». (Γιὰ τὰ σεμνὰ ἔργια [ἢ ὄργια ἰων. τ. = ἀποκαλυπτικὰ ἔργα, ἐξ οὗ καὶ ὀργιά, ὄργωμα], τὸ πῶς εἶναι δὲν τὰ ξεστομίζουμε, οὔτε τὰ διδάσκουμε, οὔτε τὰ διαχέουμε, διότι ὁ μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀποδυναμώνει τὴν ὁμιλία). Ἄρα, ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἱερῶν, δὲν συνιστᾶ περιορισμὸν τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Ἄλλως τε, ὅστις ἤθελε διδαχθεῖ τὶς τεκτονικὲς ἀρετές, ἂς κρούσει τὴν θύρα τοῦ ναοῦ νὰ διέλθει τὴν πρέπουσα δοκιμασίαν. Περαιτέρῳ, ἕνα ἐργαστήριον τελειοποιήσεως, ἐπίσης, εἶναι καὶ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ διὰ βίου παιδεία εἰς τοὺς νόμους καὶ θεσμοὺς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὅπου: «Τὰ ἐν οἴκῳ οὐκ ἐν δήμῳ, τὰ τῆς οἰκογενείας ἐν σιγῇ. Ὁ Ὀρφεὺς χαρακτηρίζει τὸν θεὸ τοῦ κάτω κόσμου, τὸν Πλούτωνα, ὡς πλουτοδοτῶν.... ὁ δίδων τὸν πλοῦτον. Ἄρα ὁ πλοῦτος, καὶ τῆς ψυχῆς, ἀρετῆς καὶ χαρισμάτων, ἐπέρχεται μὲ τὸν ἐνταφιασμὸν - ἐμφύτευσιν σπερμάτων ἀληθείας, εἰς τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀποσιώπηση τοῦ μυητικοῦ- δημιουργικοῦ λόγου πρὸς τοὺς ἀμυήτους, καθ' ὅτι ἡ ἐξ αὐτῶν κακοποίησις τοῦ δικαίου λόγου καὶ ἐν τοῖς πράγμασι τῆς δικαίας ζωῆς, (διὰ τῆς μὴ ἐφαρμογῆς νόμων καὶ θεσμῶν), γεννᾷ τὸν Ὄλεθρο καὶ τὴν Συμφορά, στὴν πολιτεία. Ὁ Ἡράκλειτος δὲ, σχετικῶς ἐρωτηθεὶς, πῶς ηὗρεν τὰ περὶ τῶν ἀστρονομικῶν του θεωριῶν, ἀπήντησεν: «ἑδιζησάμην ἑμ' ἑαυτόν», (βυθίστηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου), προφανῶς ὄχι μὲ γνώμονα τὴν λογικὴ, ἀλλ' ἐβυθίσθη ἐν τῇ ἁγνότητι τῆς ψυχῆς του. Ἐκεῖ ὅπου δὲν εἰσακούγεται ἄλλη φωνὴ, πλὴν τῆς ἰδικῆς του θείας ψυχῆς. Καθ' ὅτι, οἱαδήποτε λογικὴ ψυχανάλυσις, δὲν θὰ ἀπέδιδε γνώσεις ἀστρονομίας, οὔτε κατανοήσεως τῆς θείας δημιουργίας. Καθῆκον, λοιπόν, συλλογικὸν δι' ἐμᾶς τοὺς μεμυημένους, διότι μόνη αὐτή, ἡ σιγὴ, ἐγκαθιστᾶ τὴν Ἁρμονίαν εἰς τὸν θρόνον της. Μόνον ἐν ἀπουσίᾳ τῆς Ἕριδος, τῆς Ἀλαζονείας, τῆς Ἀθυροστομίας... δύναται νὰ ἐκφρασθῇ ὁ δίκαιος λόγος τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγαθοεργίας. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 7 Ἡ Σιγὴ κατὰ μίαν ἔννοιαν, δηλοῖ ἐπίσης καὶ τὴν τεκτονικὴν ἀνοχή. Ἡ Σιγὴ θρέφει τὴν Εὐσέβεια καὶ εἶναι ἡ μητέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν. Ἡ Σιγὴ καλύπτει καὶ ἀποσβήνει πᾶσαν ἀδυναμίαν καὶ ἀτέλειαν, διότι ἡ ὕπαρξις τυχὸν μειονεξίας δὲν ἐξωτερικεύεται, ἄρα δὲν θίγει συνανθρώπους. Ἐν ἱερᾷ σιγῇ, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, ὁ Ἱεροφάντης ἐδείκνυε τὸν τεθερισμένον στάχυν. Ὡσαύτως «τεθερισμένον ἐν ἱερᾷ σιγῇ· ἡ γνῶσις του δὲ κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτον», ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱππόλυτος. Οὐδεὶς ἀνθρώπινος λόγος δύναται νὰ περιγράψει ἐπαρκῶς τὸ σημαινόμενον τοῦτο, διὰ τὰ ἐπέκεινα τῆς πεπρωμένης στιγμῆς. Ἐν πάση περιπτώσει, κατὰ τὸ πεπρωμένον ἧμαρ, τὴν ὑστάτην ἐκείνη στιγμήν, ἡ λογικὴ καθεύδει, καὶ ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ ἐν ἱερᾷ σιγῇ. Ἓν ρῆμα-Δώρημα διανοίας περὶ σιγῆς, παρὰ τοῦ Ερμοῦ τοῦ Τρισμεγίστου: «Πρὸς σὲ ἀνατεταμένης τῆς ψυχῆς, σιωπῇ φωνούμενε, ἀνεκλάλητε». (Πρὸς ἐσένα καθὼς ἀνέρχεται ἡ ψυχή, ποὺ μὲ σιωπὴ σὲ καλοῦμε, ἀνεκλάλητε). Σιγή, τὸ ἔσχατον, δόκιμον θεῖον διανόημα τῶν πνευματικῶν ὄντων. Ὅτε δὲ ὁ Κραταιότατος ἄρχων τῆς σιγῆς, ἐγείρει τὸ σκῆπτρον τῆς ἐξουσίας του, τότε τὰ βλέφαρα καθεύδουν, καὶ ἡ ψυχὴ εἰσέρχεται, ἐν ἱερᾷ σιγῇ, εὶς ἀτελεύτητον, ἀτέρμονα καὶ μακαρίαν ὁδόν. Ἀπηλλαγμένη ἡ ψυχὴ ἁπάντων τῶν βαρέων δεσμῶν, –διὰ μέσῳ τῆς ἀγαθῆς καὶ ἁγνῆς ἀγάπης– συνοδεύεται ἀπὸ τὸ πλέον ἐλαφρὺ φορτίον: τὴν ἀλήθεια, ὡς ἀμοιβὴ τοῦ κόπου μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς! Σιγὴ, ἡ ἐσχάτη φυσικὴ μύησις, αὐτὴ τοῦ θανάτου, ὅτε Δοκιμαστὴς τῆς ψυχῆς γίγνεται ὁ Κραταιὸς Ὕπνος, καὶ τὴν ὁδηγεῖ εἰς τὸν ἀδελφόν του, τὸν Κρατιότατο Θάνατο. Ὅτε δὲ ἐπέλθη τὸ μεσονύκτιον τοῦ βίου, τότε, ἡ ἐνσφράγισις τῶν χειλέων, οὐχὶ πλέον συμβολικῶς, ἀλλ' ἐν τοῖς πράγμασι, διδάσκει τὸ μὲν σῶμα εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, τὴν δὲ ψυχὴν εἰς τὴν αἰωνίαν γαλήνην. Ὅμως, ἡ μυχία –βαθυτέρα– γνῶσις αὐτῆς, τῆς ἐπιθανατίου σιγῆς, δὲν καθίσταται διδακτέα παρ' ἐμοῦ, ἀλλὰ ἐπέρχεται αὐτόκλητος, τότε ποὺ πλέον θὰ εἶναι περιττὴ διὰ τὸν βίον τοῦτον. Ὅθεν καὶ τοὺς ἐκλιπόντας, ὁμοίως διὰ τῆς σιγῆς τιμοῦμεν, ἑνὸς λεπτοῦ. Τρὶς ἰσχυρὲ Διδ.·., ἐπειδὴ «ὁ ἥλιος ἤδη κρύπτεται ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα», καὶ τὸ σκότος ἀποσωβεῖ τὶς –καθ' ἡμέραν– χαρούμενες φωνὲς τῆς δημιουργίας, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀνέσυρα ψήγματα χρυσοῦ ἐκ τοῦ τάφου τῆς πυθαγορείου σιγῆς, πρὸς ἐπικουρίαν μισθοδοσίας ὑπὲρ τῶν ἀδ.·., θεράπων γίγνομαι τῆς Σιγῆς καὶ σιγῶ ὁσαύτως, ἀποδεσμεύων τὰς συνειδήσεις των ἀδ.·. μας, ἀφιέμενα ταῦτα εἰς περαιτέρῳ ἰδίαν κρίσιν. Εἶπον Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. (τάξις καὶ σημεῖον σιγῆς).
Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 2 Ἡ τοιαύτη συνθήκη, συνιστᾶ διελκυνστίδα ἠθικῶν ἀξιῶν, καὶ εἶναι μείζων διαχρονικὸ πρόβλημα (δυστυχῶς ὅλων) τῶν φιλοσοφικῶν ἐργαστηρίων: Συστέλλοντες τὴν θύρα τῶν θεσμῶν, εἰσέρχονται ἐλάχιστοι. Διευρύνοντάς την, εἰσέρχονται θηρία καὶ ποδοπατοῦν πάντα τὰ ἱερά. (Ἐν παρενθέσει, ἀκόμη καὶ Ἀδ.·. μας, ἐνίοτε, ὀλισθαίνουν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς Ἀρετῆς, ἀπολλύουν εὐκόλως τὸν τεκ.·. λόγον καὶ τὴν τεκ.·. τάξιν). Γενικῶς, παρατηροῦμεν, ὅτι: ἐν κινδύνῳ ἢ ἐν σεμνότητι, ἡ διάθεσις τοῦ προφορικοῦ λόγου συστέλλεται, ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἐν ἱλαρότητι καὶ χαριτίῃ καταστάσει, τείνει ὅπως μεταβληθεῖ εἰς ἀπερισκεψίαν λόγου. Ἐπικουρικαὶ ἐκφράσεις κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, περὶ σιγῆς: Ἡ Ἄννυ Μπεζάντ, Πρόεδρος Θεοσοφικῆς Ἑταιρείας, εἶπε: «Τὸ ἥμισυ τῶν δυστυχιῶν τῆς ἀνθρωπότητος ὀφείλεται εἰς τὰ περιττὰ λόγια». «Οὐδὲν σιωπῆς ἔστι χρησιμώτερον», (εἶπεν ὁ Μένανδρος). Ἀλλὰ καὶ «βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ», κάθισε βοῦς ἐπὶ τῆς γλώσσης, (ἐννοεῖ τὴν ἀργυρᾶ δραχμὴν μὲ ἀπεικόνισιν βοός), ἐπὶ δικαστηρίῳ, ἐὰν μάρτυς τὶς ἀργυρώνητος σώπαινε, ἢ ἀποκτοῦσε διγλωσσία. «Λαλήσας μὲν πολλάκις μετανόησε, σιωπήσας δὲ οὐδέποτε», δηλαδή, λέγοντας πολλά, πολλές φορές μετανόησα, σιωπώντας δὲ οὐδέποτε, μᾶς εἶπε ὁ Σιμωνίδης. Ὁμοίως καὶ ὁ Ξενοκράτης, εἶπε: δὲν χρειάστηκε –ποτὲ– νὰ ζητήσω συγγνώμη διὰ τὴν σιγήν μου. Διὰ τὸν Πυθαγόρα: «χαλεπότερον, ὅν, τῶν ἄλλων ἐγκρατευμάτων τοῦτο τὸ γλώσσης κρατεῖν», (ἡ δυσκολοτέρα ἐγκράτεια... εἶναι τῆς γλώσσης). Ἐπίσης, «σιγᾷν τὴν ἀλήθειαν, χρυσὸν ἐστὶ θάπτειν». Εἰς τὸ Ὀμμακοεῖον του δὲ οἱ ἀντίστοιχοι Μαθηταὶ καὶ Ἑταῖροι, ὡς γνωστὸν, δὲν ἐλάμβανον τὸν λόγο, παρὰ μόνον ἔθεταν ἐρωτήσεις. Σοφοκλῆς, «Οἰδίπους τύραννος». Οἰδοίπους: Κακὸν δὲ ποῖον ἐμποδῶν τυραννίδος οὕτω πεσούσης εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι; (Ποῖος σᾶς ἐμπόδισε νὰ δεῖτε τὸ κακὸ ποὺ ἔρριξε ἔτσι μὲ πανουργία τὸ βασίλειο;) Κρέων: Ἡ ποικιλῳδὸς Σφίγξ, τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν, μεθέντας ἡμᾶς, τ' ἀφανῇ προσήγετο». (Ἡ φλύαρη Σφίγξ, ἔστρεψε τὴν προσοχήν μας πρὸς τὴν σύζυγο [ἐρωτικὴ κλίνη], καὶ μᾶς ὁδήγησε στὰ ἀφανῆ). Παρακάτω: Τειρεσίας: Εἴπερ τί γ' ἐστὶ τῆς ἀληθείας σθένος. (Ὑπὲρ τούτων εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας), ἐννοεῖ περὶ κατανοήσεως τῶν δελφικῶν χρησμῶν. Οἰδοίπους: Ἀλλ' ἔστι πλῆν σοί· σοὶ δὲ ταῦτ' οὐκ ἐστ', ἐπεὶ τυφλὸς τά τ' ὦτα τὸν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ. Εἶναι, ἀλλὰ ὄχι γιὰ σένα· καὶ δὲν εἶναι γιὰ σένα αὐτὴ, ἐπειδὴ εἶσαι τυφλὸς καὶ στὰ αὐτιὰ καὶ στὸν νοῦ, ὅπως καὶ στὰ μάτια σου. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 3 Ἄρα δὲν κατανοεῖ ἐπαρκῶς αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε; Ὅμως, τί κατανοεῖ ὁ Τειρεσίας; Πῶς συμβαίνει ἕνας τυφλὸς νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐκφράζει τὴν θεία βούληση; Καθ' ὅτι, ἡ ἑτυμολογία τοῦ ὀνόματος Τειρεσίας, = ὁ ὁρῶν τὰ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς οἰωνοὺς τῶν θεῶν. Ὁ Οἰδοίπους συνεχίζει: Ἂν ἤσουν τυφλὸς καὶ στὰ ὦτα, ὅπως στὰ μάτια σου, περισσότερα θὰ κατανοοῦσες, ἀλλὰ τώρα μὲ αὐτὰ ποὺ λὲς ἐξοργίζεις ἀκόμη καὶ πέτρινη φύση, (βεβαίως, ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν πέτρινη φύση τοῦ ἀνθρώπου... ὡς ἰσχυρογνωμοσύνη, ἐγωϊσμό, τετράγωνη λογική κ.ἄ.). Δηλαδή, ἂν τοῦ ἔλλειπε μία ἀκόμη αἴσθηση τούτου τοῦ κόσμου, ὄχι μόνον νὰ μὴν βλέπει τὰ αἴσχη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ τὰ ἀκούει, τότε θὰ κατανοοῦσε ἀκόμη περισσότερο, τί; τὴν ἀλήθεια! Προσέτι, εἰς τὰ Δελφικὰ παραγγέλματα τῶν σοφῶν, ἓν ἐξ αὐτῶν προτείνει: «γλώττης ἄρχε», τὴν γλῶσσα σου νὰ τὴν ἐλέγχεις. Ὁ Ὀρφεὺς, εἰς τὸν ὕμνον Ἑρμοῦ τοῦ ἀγγελιαφόρου, λέγει: «γλώσσης δεινὸ ὅπλον τὸ σεβάσμιον ἀνθρώποισι», (τῆς γλώσσης δεινὸν ὅπλο ποὺ τὸ σέβονται οἱ ἄνθρωποι). Ὁ προφορικὸς λόγος, διὰ τοὺς προγόνους μας ἐθεωρεῖτο θεῖον χάρισμα, ὅταν μεταφέρει ἀλήθεια, ἐνῷ ὅταν μεταφέρει ψεῦδος εἶναι ἡ χειρίστη ἔκφρασις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀμύητος καὶ ἄτακτος ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας, περιτρέχει ἔξω τοῦ ναοῦ, εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀναλυτὴς, –καὶ μᾶλλον τῆς πλάνης του, θὰ ἔλεγα– διότι ἡ γνώμη του περιορίζεται σὲ ἤδη ἐξωτερικευμένα στοιχεῖα. Ἐνῷ ὁ μυούμενος εἰσέρχεται μόνος εἰς τὰ βάθη τῆς συνειδήσεώς του... ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ σιγὴ, ἐκεῖ βεβαιοῖ τὴν ἀληθῆ ὑπόστασιν τῶν φαινομένων, διότι ἐκεῖ λαμβάνει χώραν πᾶσα δημιουργία. Ἐκεῖ, ἐν τῷ πλατωνικῷ σπηλαίῳ, τῇ προσπαθείᾳ ὀράσεως εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, ἀκονίζεται ἡ ὀξύνοια τοῦ νοῦ. Ἐκ τῶν παλαιῶν ἡμῶν προγόνων, ἐλέχθη ἐπίσης, ὅτι: «σοφὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ λέγει πολλά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ λέγει πράγματα ἀληθινὰ». Δηλαδή, ἡ πολυμάθεια ὁδηγεῖ σὲ ἀμάθεια τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων. Ποῖο τὸ ζητούμενο μέσω τῶν ἀσκήσεων τῆς σιγῆς; Πρῶτον, ὁ ἔλεγχος τῶν πληροφοριῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβάλλοντος καὶ ἡ ταυτοποίησίς των εἰς τὴν ἀντικειμενικὴν πραγματικότητα. Δεύτερον, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρορμητισμοῦ, ὁ ὁποῖος διεγείρεται ἐκ τοῦ περιβάλλοντος, εἴτε ἀνακλαστικῶς διὰ τῶν αἰσθήσεων, εἴτε ἐκ τῶν ἀφ' ἑαυτῶν προερχομένων δοξασιῶν, καὶ τείνει ὅπως καταστήσει ἀνεξέλεγκτη τὴν ροὴ τῆς σκέψεως. Ἐπὶ πλέον, ἡ μετὰ σπουδῆς ἔκφρασις ἀπόψεων ἐπὶ παντὸς τοῦ ἐπιστητοῦ, περὶ τῶν αἰτιῶν τῶν φαινομένων καὶ δὴ τῶν ἀοράτων θεϊκῶν ὑποστάσεων, συνήθως δηλοῖ ἀνεπάρκεια νοητικῆς ἰσορροπίας καὶ ἀντιλήψεως. Ἐπ' αὐτοῦ, ὁ Ἀριστοτέλης ὅρισε, ὅτι: ἡ παραφροσύνη εἶναι ἀνικανότητα τῆς διανοίας νὰ διακρίνει τὰ πραγματικὰ αἴτια τῶν γεγονότων. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 4 Ἡ ἄσκησις αὐτὴ τῆς σιγῆς, ἐφαρμόζεται κατὰ τὴν εἰσδοχὴν, εἰς τοὺς Δοκίμους, μὲ τὴν περισυλλογὴ τῆς σκέψεως εἰς τὸ Διασκεπτήριον. Τοῦτο βεβαιοῖ ὅτι ὁ ἔλλογος-ἔναρθρος λόγος εἶναι βασικὴ προϋπόθεσις τῶν μυητικῶν τελεσμάτων. Εἶναι τὸ κυριότερον γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ὡς προϊὸν λογισμοῦ, προσδιορίζει καὶ τὴν πνευματικὴν ὑπόστασιν. Πᾶσα καλλιέργεια ἰδιαιτέρων χαρισμάτων, τοῦ ἐνάρθρου λόγου καὶ λογισμοῦ, ἀλλὰ καὶ δι' αὐτῶν τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν, ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς γλώσσης, καθ' ὅτι εἶναι τὸ ἐργαλεῖον ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καὶ δομήσεως τῆς συνειδήσεως. Ἀποτελεῖ δὲ τὸ πλέον δύσκολον –καὶ διὰ βίου μαθήσεως– ἀντικείμενον τῶν μυστηρίων. Ἡ ἀποκάλυψις ἱερῶν, συνήθως, συμβαίνει διὰ τοὺς ἐξῆς λόγους: α) Ὁ δόκιμος ἀναζητητὴς, ἀποκαλύπτει τὰ ἱερὰ μὲ ἐνδόμυχο κίνητρο νὰ ἰσχυροποιήσει τὴν προσωπικότητά του ἔναντι τρίτων· δηλ. θρέφει τὸ ἐγώ. β) Ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμὸς ἐκ τῆς ἀνακαλύψεως συμβολικῶν ἐννοιῶν, παρακινεῖ τὴν ἔκφρασιν, ὥστε νὰ προσλάβουν καὶ ἄλλοι τὴν αὺτὴ γνῶσιν. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μοιραῖο λάθος τοῦ νεοφοίτου. Ἂν καὶ μεμυημένος, δὲν ἔχει ἀφομοιώσει ἀκόμη τὸ περιεχόμενο τῶν τεκτονικῶν διδασκαλιῶν. Καὶ λόγω ἐλλείψεως τῆς ἀπαιτουμένης ἐμπειρίας εἰς τὴν τέχνην τῆς διδασκαλίας, προβαίνει ἁπλῶς σὲ πρόωρες καὶ ἀδόκιμες ἀποκαλύψεις, καὶ ὄχι σὲ συστηματικὴ μετεκπαίδευση. Δὲν διδάσκει, ἁπλῶς ξεστομίζει. Δὲν ἀναμεταδίδει γνώση, ἁπλῶς ἀποκαλύπτει τὴν πηγή, τὴν ὁποίαν, ἔκτοτε, μέλλεται «νὰ πατήσουν τὰ βόδια», (κατὰ τὸν μῦθο τοῦ Ναρκίσσου). Δηλαδὴ, νὰ πλησιάσουν βέβηλοι. Χαρακτηριστικὴ δὲ ἐπισήμανσις τοῦ μύθου, εἶναι, ὅτι, τὸν Νάρκισσο, ὁ ὁποῖος περιοδεύει–περιπλανᾶται εἰς τὸ ὄρος τῶν Μουσῶν, προστάτιδων τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων, (ἄρα ἀσκεῖται ἐπὶ αὐτῶν), τὸν ἀκολουθεῖ ἡ νύμφη Ἠχὼ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει δική της φωνή, διότι εἶναι τιμωρημένη ἀπὸ τὴν Ἥρα λόγῳ τῆς φλυαρίας της, καὶ ἔκτοτε δὲν παράγει δική της σκέψη: ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει ὅσα ἀκούει. Σημειώσεις καὶ ἐρανίσματα ἐκ τοῦ Τυπικοῦ μας: Τὸ Σημεῖον σιγῆς, ὅπως παριστάνεται καὶ σὲ ἀρχαῖο ἄγαλμα (τοῦ Ἁρποκράτους), ὁ δείκτης καὶ ὁ μέσος τῆς δεξιᾶς χειρός, ἐπὶ τῶν χειλέων κατὰ πλᾶτος, = διὰ τοῦ λόγου δὲν δείχνω, δὲν ὁδηγῶ εἰς πράξεις. Ἡ ἐνσφράγισις τῶν χειλέων, ἡ σιγὴ, καθίσταται τὸ πλέον σημαντικὸν καθῆκον –δίδαγμα– εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ Μυστ.·. Διδ.·. Ὀρθῶς, ἀντικείμενον τῆς πρώτης βαθμίδος τῆς κλίμακος τῶν Φιλοσοφικῶν βαθμῶν. Τὸ ἀντικείμενον τοῦ βαθμοῦ σημαίνει καὶ διδάγματα περὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ὁποίου, κύριο φαινόμενον, εἶναι ἡ κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος, ἡ παγερὰ καὶ ἀμετάκλητος αὐτοῦ σιγή. Ἡ ἀκοὴ ἡ ὁποία λαμβάνει ἠχητικὰ μηνύματα, καὶ ἡ ὁμιλία ἡ ὁποία ἐκπέμπει ἠχητικὰ μηνύματα, οἱ συνάλληλες αὐτὲς λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, παύουν ὁριστικῶς. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 5 (Προσοχὴ τίτλοι) Ἐρωτᾶ ὁ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·.: –Ποῖα διδάγματα ἐλάβατε; Ἐπιθ.·.: –Ἐκεῖνα τῆς Ἐχεμυθείας, τῆς Εὐπειθείας καὶ τῆς Πίστεως. Καὶ ἰδοῦ τρεῖς τεκτονικὲς ἀρετὲς, ἀλλήλως συσχετιζόμενες ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴν ἀνάπτυξιν τῆς διανοίας. Ἡ ἐχεμύθεια (= ἔχω-κατέχω τὸν μῦθον), ἡ συγκράτησις τῆς γλώσσης, ἡ μὴ ἀποκάλυψις, ἐν προκειμένῳ, τῶν ἐν δυνάμει σπόρων τῆς ἀρετῆς. Ἡ εὐπείθεια (εὖ+πειθὴς, = καλῶς πεπεισμένος), περὶ καλοῦ σκοποῦ καὶ τοῦ καλῶς πράττειν, ἡ ὁποία προκαλεῖ ἐπίρρωσιν τῆς θελήσεως. Ἡ πίστις (ἐμπιστοσύνη) ὡς μιὰ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ δύναμις σταθερότητος καὶ συνεχείας τῶν προσπαθειῶν μας. Αἱ ἐργασίαι ἄρχονται ἀφοῦ βεβαιωθεί ὁ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. ὅτι οἱ παρόντες εἶναι Μυστ.·. Διδ.·. καὶ τοῦτο βεβαιοῦται μὲ τὸ σημεῖον τῆς Σιγῆς. Δηλαδὴ εἶναι Διδάσκαλοι, ἱκανοὶ νὰ εἶναι κάτοχοι μυστικῶν, ἀρρήτων ἀληθειῶν, τῶν μὴ δυναμένων νὰ προφερθοῦν διὰ λόγων. Ἄρα πρὸς τί ἡ ἀποκάλυψις διὰ λόγου, ἄνευ μυητικῆς τελετῆς; Κατὰ τὸ κλείσιμον τῶν ἐργασιῶν, ὁ λόγος ἐκ τῶν στηλῶν κλείει μὲ τὴν φράσιν: «Σιγὴ ἐπικρατεῖ». Ἡ σιγὴ ἐδῶ συνταυτίζεται μὲ τὴν συγκατάνευσιν, καθὼς καὶ μὲ τὴν σβέσιν τῶν φώτων, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς καταπαύσεως μιᾶς ἑτέρας τῶν αἰσθήσεων. Προσέτι, ἐκ τοῦ Τυπικοῦ: «...να σιωπῶμεν...», «καὶ νὰ τηρήσετε ἀπόλυτον σιωπὴν ἐπὶ τῶν ἐργασιῶν τοῦ Ἐργαστηρίου τούτου». Πρὸς τοὺς ἀμαθεῖς, λοιπόν, ἡ προσταγὴ τῆς σιωπῆς, φαινομενικῶς ἀντιφάσκει μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρετῆς, καθ' ὅτι θὰ ἀνέμεναν τὴν περαιτέρω ἐλευθέραν ἀναμετάδοσιν τῶν καλῶν μηνυμάτων. Ἐνῷ, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, πρόκειται περὶ ἀρρήτων ἐννοιῶν ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες μεταδίδονται μόνον διὰ τῶν εἰδικῶν μυητικῶν τελεσμάτων. Ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἐδῶ πεπραγμένων, εἶναι καθῆκον, διότι ἐδῶ εἶναι ὁ ναὸς τῆς δημιουργίας, ἐδῶ φύεται καὶ καλλιεργεῖται τὸ δένδρον τῆς ἀρετῆς. Καθῆκον, ἡ σιγὴ, διότι, κάθε δένδρον τῆς δημιουργίας, κάθε ἐξελικτικὴ διαδικασία, ἔχει τὶς ρίζες του εἰς τὸν σκοτεινὸν θάλαμον, χῶρον τοῦ Ἅδου, ἢ Πλούτωνος, χῶρον τῆς παγερᾶς καὶ τελείας σιγῆς. Ὅθεν, τὸ σκότος ἀποκομίζει τοὺς καρποὺς τῆς ἡμέρας, καὶ τοὺς ἀναγεννᾷ εἰς τὸ φῶς τῆς ἑπομένης μοῖρας. Μόνον οἱ χυμοὶ τῶν ἐμπειρικῶν διδαγμάτων καὶ τῶν διαδικασιῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ καταστοῦν ἄνθη καὶ καρποὶ, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον. Καὶ μόνον ὅταν διέλθουν τὴν πρέπουσαν ἀνιούσα ἐξελικτικὴ δοκιμασία, πρὸς τὸ φῶς, θὰ καταστεῖ δυνατὸν νὰ φανερωθοῦν εἰς τὸν ὀρατὸν κόσμον. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 6 Πᾶσα ἀποκάλυψις τῶν στοιχείων τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν διαδικασιῶν-ἐργασιῶν εἰς τὸ Ἐργ.·. Τελ.·., ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνατροπὴ τῶν φυσικῶν νόμων, μὲ ξερίζωμα καὶ ἔξωσιν τῶν θεμελιωδῶν καὶ δομικῶν συστατικῶν τῆς τεκτονικῆς φιλοσοφίας, (ἐν προκειμένῳ τοῦ Τυπικοῦ), ἀπὸ τὸν φυσικόν του χῶρον. Πᾶσα ἀποκάλυψις περὶ τῶν ἱερῶν τελεσμάτων, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ δυναμικὸ, τοῦ ἰδίου τοῦ διαπράξαντος τοῦτο τὸ ἁμάρτημα, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἐκφύει ἄτακτες νοητικὲς παραφυάδες. Μὴ λησμονοῦμε, ὅτι, σὲ κάθε τεκτονικὸ βαθμὸ, τὸ αἴτημα τῆς ἑκάστοτε ὁρκομωσίας, εἶναι ἡ σιγὴ περὶ τῶν πεπραγμένων. Μέμνημαι Τρὶς ἰσχυρὲ Διδ.·. τὴν παρ' ἀρχαῖοις ἡμῶν τῶν προγόνων ποινὴν θανάτου, εἰς περίπτωσιν ἀποκαλύψεως ἱερῶν τελεσμάτων. Τόσον ἀναγκαία ἐθεωρεῖτο ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει: «σεμνὰ, τά γ' οὔπως ἐστὶ παρεξέμεν, οὔτε πυθέσθαι, οὔτ' ἀχέειν, μέγα γὰρ τὶ θεῶν ἄχος ἰσχάνει αὐδήν». (Γιὰ τὰ σεμνὰ ἔργια [ἢ ὄργια ἰων. τ. = ἀποκαλυπτικὰ ἔργα, ἐξ οὗ καὶ ὀργιά, ὄργωμα], τὸ πῶς εἶναι δὲν τὰ ξεστομίζουμε, οὔτε τὰ διδάσκουμε, οὔτε τὰ διαχέουμε, διότι ὁ μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀποδυναμώνει τὴν ὁμιλία). Ἄρα, ἡ σιγὴ περὶ τῶν ἱερῶν, δὲν συνιστᾶ περιορισμὸν τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Ἄλλως τε, ὅστις ἤθελε διδαχθεῖ τὶς τεκτονικὲς ἀρετές, ἂς κρούσει τὴν θύρα τοῦ ναοῦ νὰ διέλθει τὴν πρέπουσα δοκιμασίαν. Περαιτέρῳ, ἕνα ἐργαστήριον τελειοποιήσεως, ἐπίσης, εἶναι καὶ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ διὰ βίου παιδεία εἰς τοὺς νόμους καὶ θεσμοὺς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὅπου: «Τὰ ἐν οἴκῳ οὐκ ἐν δήμῳ, τὰ τῆς οἰκογενείας ἐν σιγῇ. Ὁ Ὀρφεὺς χαρακτηρίζει τὸν θεὸ τοῦ κάτω κόσμου, τὸν Πλούτωνα, ὡς πλουτοδοτῶν.... ὁ δίδων τὸν πλοῦτον. Ἄρα ὁ πλοῦτος, καὶ τῆς ψυχῆς, ἀρετῆς καὶ χαρισμάτων, ἐπέρχεται μὲ τὸν ἐνταφιασμὸν - ἐμφύτευσιν σπερμάτων ἀληθείας, εἰς τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀποσιώπηση τοῦ μυητικοῦ- δημιουργικοῦ λόγου πρὸς τοὺς ἀμυήτους, καθ' ὅτι ἡ ἐξ αὐτῶν κακοποίησις τοῦ δικαίου λόγου καὶ ἐν τοῖς πράγμασι τῆς δικαίας ζωῆς, (διὰ τῆς μὴ ἐφαρμογῆς νόμων καὶ θεσμῶν), γεννᾷ τὸν Ὄλεθρο καὶ τὴν Συμφορά, στὴν πολιτεία. Ὁ Ἡράκλειτος δὲ, σχετικῶς ἐρωτηθεὶς, πῶς ηὗρεν τὰ περὶ τῶν ἀστρονομικῶν του θεωριῶν, ἀπήντησεν: «ἑδιζησάμην ἑμ' ἑαυτόν», (βυθίστηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου), προφανῶς ὄχι μὲ γνώμονα τὴν λογικὴ, ἀλλ' ἐβυθίσθη ἐν τῇ ἁγνότητι τῆς ψυχῆς του. Ἐκεῖ ὅπου δὲν εἰσακούγεται ἄλλη φωνὴ, πλὴν τῆς ἰδικῆς του θείας ψυχῆς. Καθ' ὅτι, οἱαδήποτε λογικὴ ψυχανάλυσις, δὲν θὰ ἀπέδιδε γνώσεις ἀστρονομίας, οὔτε κατανοήσεως τῆς θείας δημιουργίας. Καθῆκον, λοιπόν, συλλογικὸν δι' ἐμᾶς τοὺς μεμυημένους, διότι μόνη αὐτή, ἡ σιγὴ, ἐγκαθιστᾶ τὴν Ἁρμονίαν εἰς τὸν θρόνον της. Μόνον ἐν ἀπουσίᾳ τῆς Ἕριδος, τῆς Ἀλαζονείας, τῆς Ἀθυροστομίας... δύναται νὰ ἐκφρασθῇ ὁ δίκαιος λόγος τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς Ἀγαθοεργίας. Προσοχή, μόνον διὰ προσωπικὴν ἀνάγνωσιν. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγὴ, ἢ ἡ ἐκ νέου ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς παραλῆπτες πρὸς τρίτους, ἄνευ ἀδείας τοῦ συγγραφέως, ἢ τοῦ Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. Ἰ. Καμέτα 7 Ἡ Σιγὴ κατὰ μίαν ἔννοιαν, δηλοῖ ἐπίσης καὶ τὴν τεκτονικὴν ἀνοχή. Ἡ Σιγὴ θρέφει τὴν Εὐσέβεια καὶ εἶναι ἡ μητέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν. Ἡ Σιγὴ καλύπτει καὶ ἀποσβήνει πᾶσαν ἀδυναμίαν καὶ ἀτέλειαν, διότι ἡ ὕπαρξις τυχὸν μειονεξίας δὲν ἐξωτερικεύεται, ἄρα δὲν θίγει συνανθρώπους. Ἐν ἱερᾷ σιγῇ, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐν Ἐλευσινίων Μυστηρίων, ὁ Ἱεροφάντης ἐδείκνυε τὸν τεθερισμένον στάχυν. Ὡσαύτως «τεθερισμένον ἐν ἱερᾷ σιγῇ· ἡ γνῶσις του δὲ κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτον», ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱππόλυτος. Οὐδεὶς ἀνθρώπινος λόγος δύναται νὰ περιγράψει ἐπαρκῶς τὸ σημαινόμενον τοῦτο, διὰ τὰ ἐπέκεινα τῆς πεπρωμένης στιγμῆς. Ἐν πάση περιπτώσει, κατὰ τὸ πεπρωμένον ἧμαρ, τὴν ὑστάτην ἐκείνη στιγμήν, ἡ λογικὴ καθεύδει, καὶ ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ ἐν ἱερᾷ σιγῇ. Ἓν ρῆμα-Δώρημα διανοίας περὶ σιγῆς, παρὰ τοῦ Ερμοῦ τοῦ Τρισμεγίστου: «Πρὸς σὲ ἀνατεταμένης τῆς ψυχῆς, σιωπῇ φωνούμενε, ἀνεκλάλητε». (Πρὸς ἐσένα καθὼς ἀνέρχεται ἡ ψυχή, ποὺ μὲ σιωπὴ σὲ καλοῦμε, ἀνεκλάλητε). Σιγή, τὸ ἔσχατον, δόκιμον θεῖον διανόημα τῶν πνευματικῶν ὄντων. Ὅτε δὲ ὁ Κραταιότατος ἄρχων τῆς σιγῆς, ἐγείρει τὸ σκῆπτρον τῆς ἐξουσίας του, τότε τὰ βλέφαρα καθεύδουν, καὶ ἡ ψυχὴ εἰσέρχεται, ἐν ἱερᾷ σιγῇ, εὶς ἀτελεύτητον, ἀτέρμονα καὶ μακαρίαν ὁδόν. Ἀπηλλαγμένη ἡ ψυχὴ ἁπάντων τῶν βαρέων δεσμῶν, –διὰ μέσῳ τῆς ἀγαθῆς καὶ ἁγνῆς ἀγάπης– συνοδεύεται ἀπὸ τὸ πλέον ἐλαφρὺ φορτίον: τὴν ἀλήθεια, ὡς ἀμοιβὴ τοῦ κόπου μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς! Σιγὴ, ἡ ἐσχάτη φυσικὴ μύησις, αὐτὴ τοῦ θανάτου, ὅτε Δοκιμαστὴς τῆς ψυχῆς γίγνεται ὁ Κραταιὸς Ὕπνος, καὶ τὴν ὁδηγεῖ εἰς τὸν ἀδελφόν του, τὸν Κρατιότατο Θάνατο. Ὅτε δὲ ἐπέλθη τὸ μεσονύκτιον τοῦ βίου, τότε, ἡ ἐνσφράγισις τῶν χειλέων, οὐχὶ πλέον συμβολικῶς, ἀλλ' ἐν τοῖς πράγμασι, διδάσκει τὸ μὲν σῶμα εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, τὴν δὲ ψυχὴν εἰς τὴν αἰωνίαν γαλήνην. Ὅμως, ἡ μυχία –βαθυτέρα– γνῶσις αὐτῆς, τῆς ἐπιθανατίου σιγῆς, δὲν καθίσταται διδακτέα παρ' ἐμοῦ, ἀλλὰ ἐπέρχεται αὐτόκλητος, τότε ποὺ πλέον θὰ εἶναι περιττὴ διὰ τὸν βίον τοῦτον. Ὅθεν καὶ τοὺς ἐκλιπόντας, ὁμοίως διὰ τῆς σιγῆς τιμοῦμεν, ἑνὸς λεπτοῦ. Τρὶς ἰσχυρὲ Διδ.·., ἐπειδὴ «ὁ ἥλιος ἤδη κρύπτεται ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα», καὶ τὸ σκότος ἀποσωβεῖ τὶς –καθ' ἡμέραν– χαρούμενες φωνὲς τῆς δημιουργίας, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀνέσυρα ψήγματα χρυσοῦ ἐκ τοῦ τάφου τῆς πυθαγορείου σιγῆς, πρὸς ἐπικουρίαν μισθοδοσίας ὑπὲρ τῶν ἀδ.·., θεράπων γίγνομαι τῆς Σιγῆς καὶ σιγῶ ὁσαύτως, ἀποδεσμεύων τὰς συνειδήσεις των ἀδ.·. μας, ἀφιέμενα ταῦτα εἰς περαιτέρῳ ἰδίαν κρίσιν. Εἶπον Τρὶς Ἰσχ.·. Διδ.·. (τάξις καὶ σημεῖον σιγῆς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου